-
1 βόλιον
-
2 βόλιον
-
3 βόλιον
ἀντιβολέωmeet: imperf ind act 3rd pl (doric)ἀντιβολέωmeet: imperf ind act 1st sg (doric)βόλιονcounter: neut nom /voc /acc sgβολέωto be stricken: imperf ind act 3rd pl (doric)βολέωto be stricken: imperf ind act 1st sg (doric) -
4 προ-βόλιον
προ-βόλιον, τό, dim. von προβολή 3, Waffe, die man zum Schutz vorhält, bes. ein Jagdspieß, um wilde Schweine abzufangen, Xen. Cyn. 10, 3. 12. – Aber bei Philostr. Imagg. 1, 2 ein Gewand; vgl. Welcker daselbst p. 206.
-
5 προ-εμ-βόλιον
προ-εμ-βόλιον, τό, ein Stück am Vordertheile des Schiffes, am obern Kiel, Att. Seew. V b 5.
-
6 παρα-βόλιον
παρα-βόλιον, τό, spätere Form für παράβολον, von Phryn. 238 verworfen.
-
7 σῑτο-βόλιον
σῑτο-βόλιον, τό, Pol. 3, 100, 4, auch σῑτοβόλειον u. σῑτόβολον, τό, = Folgdm; Geopon.
-
8 τρυγη-βόλιον
τρυγη-βόλιον, τό, s. τρυγαβόλιον.
-
9 τρυγᾱ-βόλιον
τρυγᾱ-βόλιον, auch τρυγηβόλιον, τό, der Ort, wo man eingeerntete, getrocknete Feld- und Baumfrüchte hinlegt u. aufbewahrt, Hesych.
-
10 τῡρο-βόλιον
τῡρο-βόλιον, τό, Käsekorb, nach Schol. Theocr. 11, 37 gemeiner Ausdruck für ταρσός.
-
11 δι-βόλιον
-
12 δι-εκ-βόλιον
δι-εκ-βόλιον, τό, Mittel zum Abtreiben der Leibesfrucht, Hippocr.
-
13 μαζο-βόλιον
μαζο-βόλιον, τό, = Folgdm, Apoll. Lex.
-
14 ἀγκυρη-βόλιον
ἀγκυρη-βόλιον, τό, Ankerwurf, -platz, σάλου καὶ πλάνης Democrit. bei Plut. de am. prolis 3 u. kort. Rom. 2.
-
15 ἀγκυρο-βόλιον
ἀγκυρο-βόλιον, τό, Ankerplatz, Sp.
-
16 ἐμ-βόλιον
-
17 βόλια
βόλιονcounter: neut nom /voc /acc pl -
18 αγκυρηβολιον
-
19 εκβολιον
-
20 εμβολιον
См. также в других словарях:
βόλιον — ἀντιβολέω meet imperf ind act 3rd pl (doric) ἀντιβολέω meet imperf ind act 1st sg (doric) βόλιον counter neut nom/voc/acc sg βολέω to be stricken imperf ind act 3rd pl (doric) βολέω to be stricken imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόλια — βόλιον counter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρηβόλιον — θυρηβόλιον, τὸ (Α) έπαυλη, αγροικία, εξοχική κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + βόλιον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αγκυρη βόλιον, κεραυνο βόλιον] … Dictionary of Greek
μαζοβόλιο — μαζοβόλιον, τὸ (Α) το μαζονόμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + βόλιον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. θυρη βόλιον, σιδηρο βόλιον] … Dictionary of Greek
σιδηροβόλιον — τὸ, Α η άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βόλιον (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ἀγκυρο βόλιον] … Dictionary of Greek
τρυγαβόλιον — και δ. γρφ τρυγηβόλιον, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) αποθήκη διατήρησης ξηρών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύγη + βόλιον (< βόλος < βάλλω), πρβλ. σιτο βόλιον (για τη σημ. τής λ. βλ. λ. τρυγώ)] … Dictionary of Greek
BOLI — Graece Βόλοι, non tantum tesserarum iactus, sed et ipsae tesserae Graecis dictae sunt. Eustathius, Κύβαι μὲν γὰρ οἱ καταρπιτό μενοι ἑξμ´πλδροι Βόλοι καὶ ὁιανεὶ κατακ υβιςτῶντες εν τῷ Βάλλεςθαι: a iactando videl. vel iaciendo, quod Graecis Βάλλειν … Hofmann J. Lexicon universale
αστραπόβολο — και βόλι, το και βολος, ο 1. αλλεπάλληλες αστραπές 2. ο κεραυνός 3. αερόλιθος που προέρχεται από κεραυνό σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλι < μσν. βόλιον, υποκορ. του αρχ. βόλος < βάλλω. Κατά το αστραπόβολο αστραποβόλι … Dictionary of Greek
κρασοβόλι — το (Μ κρασοβόλιον και κρασοβόλιν) ποσότητα κρασιού που συνοδεύει το γεύμα τών μοναχών στα μοναστήρια νεοελλ. 1. κρασί 2. άφθονη πόση κρασιού, μεθοκόπι μσν. κρασοπότηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + βόλι(ν) (< βόλιον < βόλος < βάλλω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
κτηνοβόλιν — κτηνοβόλιν, τὸ (Μ) άθροισμα κτηνών, κοπάδι ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + βόλιν < βόλι(ον), που συχνά εμφανίζεται με τη σημ. «πλησμονή» (< βόλιον, υποκορ. τού βόλος), πρβλ. αστραπο βόλι] … Dictionary of Greek
σιτοβολείον — και σιτοβόλιον, τὸ, Α η σιταποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + βολεῖον / βόλιον μέσω αμάρτυρου *σιτοβόλος (πρβλ. σταφιδο βολεῖον)] … Dictionary of Greek