-
1 βραδυνω
тж. med.1) медлить, мешкать Aesch., Soph., Eur., Arph., Plut.2) замедляться, затягиваться, долго тянуться Soph., Arst.ὑπ΄ ἀσχολιῶν βραδύνοντος Plut. — так как он задержался из-за дел
-
2 βραδύνω
-
3 βραδύνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βραδύνω
-
4 βραδύνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > βραδύνω
-
5 βραδύνω
медлить (в неуверенности), промедлить, мешкать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βραδύνω
-
6 βραδύνω
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > βραδύνω
-
7 εμβραδυνω
-
8 επιβραδυνω
-
9 1019
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1019
См. также в других словарях:
βραδύνω — βραδύνω, βράδυνα βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: βραδύνω : χωρίς παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια κινούμαι, ενεργώ αργά. Απαντάται όμως και η έκφραση βραδύνω το βήμα (→ αρχίζω να περπατάω αργά) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βραδυνῶ — βραδύνω make slow fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνω — βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres subj act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow pres ind act 1st sg βραδύ̱νω , βραδύνω make slow aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδύνω — (AM βραδύνω) [βραδύς] 1. χρονοτριβώ, αργοπορώ 2. καθυστερώ κάποιον αρχ. αναβάλλομαι … Dictionary of Greek
βραδύνω — υνα 1. μτβ., μειώνω την ταχύτητα: Βράδυνα το αυτοκίνητο γιατί πλησίαζα στον προορισμό μου. 2. αμτβ., αργώ, αργοπορώ: Το λεωφορείο σχεδόν πάντα βραδύνει να φτάσει στη στάση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδυνεῖ — βραδύνω make slow fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) βραδύνω make slow fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυνούσαις — βραδύνω make slow fut part act fem dat pl (attic epic doric) βραδῡνούσαις , βραδύνω make slow pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυνούσης — βραδύνω make slow fut part act fem gen sg (attic epic) βραδῡνούσης , βραδύνω make slow pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυνούσῃ — βραδύνω make slow fut part act fem dat sg (attic epic) βραδῡνούσῃ , βραδύνω make slow pres part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδῦνον — βραδύνω make slow pres part act masc voc sg βραδύνω make slow pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυνεῖς — βραδύνω make slow fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)