-
1 βατεύω
βατεύω, = βατέω; aber Eur. Suppl. 1028 ist für τάφον βατεύουσα richtig ματεύουσα emendirt.
-
2 προς-εμ-βατεύω
-
3 συμ-βατεύω
συμ-βατεύω, zusammengehen, sich paaren, Palaeph. 40, 3.
-
4 κατα-βατεύω
κατα-βατεύω, darauf treten, betreten, beim Schol. Soph. O. C. 467 Erkl. von καταστείβω.
-
5 ἐπι-βατεύω
ἐπι-βατεύω, ein ἐπιβάτης sein, als Reisender od. Seesoldat auf einem Schiffe sein, vgl. Schol. Ar. Ran. 48; ἐπὶ πασέων τῶν νεῶν ἐπεβάτευον Πέρσαι Her. 7, 96; ἐφ' ᾗ (νηΐ, v. l. ἠς) ἐπεβάτευε Plat. Lach. 183 d; νεώς Luc. Paras. 46. – Auf Etwas treten, darauf fußen, τοῦ Σμέρδιος οὐνόματος, sich auf den Namen stützen, ihn zum Vorwande brauchen, Her. 3, 63. 67, vgl. 9, 95; Sp., wie τῆς ἡγεμονίας ἐπιβεβατευκέναι D. Cass. 79, 7; – hinaufsteigen, betreten, τῶν βασιλείων τοῦ Διός Luc. Contempl. 2; Συρίας, in Syrien eindringen, um es einzunehmen, Plut. Anton. 28; bei Ar. Ran. 48 Κλεισϑένει, obscön, wie ein Schiff besteigen, wie bespringen von Thieren, Schol. ibd.
-
6 ἐμ-βατεύω
ἐμ-βατεύω, 1) hinein-, darauftreten; πόλιν, betreten, Eur. El. 595; auch π ατρίδος, Soph. O. R. 825; ἵν' ὁ Βακχιώτας Διόνυσος ἐμβατεύει O. C. 685, wo er als Schutzgott wandelt (vgl. ἀμφιβαίνω); so νῆσον ὁ φιλόχορος Πὰν ἐμβατεύει Aesch. Pers. 441; vgl. Cratin. bei E. M. 183, 24; Eur. Rhes. 225; so aufzufassen ὁ ἐμβατεύων τῷ χωρίῳ δαίμων D. Hal. 1, 77. – Bes. κλήρους χϑονός, den Besitz antreten, Eur. Heracl. 876; εἰς τὸ πλοῖον, sich in den Besitz des Fahrzeugs setzen, Dem. 33, 6; εἰς τὴν οὐσίαν 44, 16. 19, die Erbschaft antreten; εἰς τὸ χωρίον Is. 9, 3. – 2) bespringen, Palaephat. 40, 3
-
7 ἐμβατεύω
ἐμ-βατεύω, (1) hinein-, darauftreten; πόλιν, betreten. Bes. κλήρους χϑονός, den Besitz antreten; εἰς τὸ πλοῖον, sich in den Besitz des Fahrzeugs setzen; εἰς τὴν οὐσίαν, die Erbschaft antreten. (2) bespringen -
8 ἐπιβατεύω
ἐπι-βατεύω, ein ἐπιβάτης sein, als Reisender od. Seesoldat auf einem Schiffe sein. Auf etwas treten, darauf fußen, τοῦ Σμέρδιος οὐνόματος, sich auf den Namen stützen, ihn zum Vorwande brauchen; hinaufsteigen, betreten; Συρίας, in Syrien eindringen, um es einzunehmen; Κλεισϑένει, obszön: wie ein Schiff besteigen, wie bespringen von Tieren -
9 καταβατεύω
κατα-βατεύω, darauf treten, betreten -
10 συμβατεύω
συμ-βατεύω, zusammengehen, sich paaren
См. также в других словарях:
βατεύω — βατεύω, βάτεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βατεύω — (Α βατεύω) νεοελλ. (για ζώα ή και ανθρώπους με αντικ. θηλ. προσ.) έρχομαι σε σαρκική μίξη, καβαλάω αρχ. προξενώ βλάβη, καταπατώ, ποδοπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βατώ ( έω) (κατά το οχεύω) < βατος, βάτης < βαίνω] … Dictionary of Greek
βατεύω — εψα, εύτηκα, βατεμένος (στα ζώα), επιβαίνω, ζευγαρώνω με το θηλυκό: Τα κριάρια βατεύουν το καλοκαίρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βατώ — βατῶ ( έω) (Α) 1. βατεύω 2. (στη διάλεκτο των Δελφών) πατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βατος, βάτης < βαίνω (πρβλ. και λ. βατεύω)] … Dictionary of Greek
επιβατεύω — ἐπιβατεύω (AM) 1. εισβάλλω, καταλαμβάνω 2. σφετερίζομαι 3. μετέχω («ψυχὴ τοῡ γηΐνου... ἐπιβατεύουσα») 4. είμαι επιβάτης πλοίου 5. ιππεύω μσν. πατώ αρχ. 1. στηρίζομαι σε κάποιον, εμπιστεύομαι κάποιον 2. βατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βατεύω… … Dictionary of Greek
επιθορώ — ἐπιθορῶ, όω (Α) εκσπερματίζω, βατεύω, ἐπιθόρνυμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ. επιθόρννμαι «βατεύω»] … Dictionary of Greek
οχεύω — (Α ὀχεύω) 1. (για αρσ. ζώο και σπάν. για πρόσ. με υποτιμητική σημ.) βατεύω, μαρκαλίζω 2. (το μέσ. ως παθ.) οχευομαι (για θηλ. ζώο) βατεύομαι αρχ. 1. (για ιπποκόμο) οδηγώ τον επιβήτορα κοντά στο θηλυκό άλογο προκειμένου να τό βατεύσει 2. (το μέσ.) … Dictionary of Greek
συμβατεύω — Α (για ζώα) βατεύω μαζί με άλλον («ἀφίησιν αὐτῷ κύνας θηλείας συμβατεύειν», Παλαίφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βατεύω «καταπατώ»] … Dictionary of Greek
αβάτευτος — η, ο [βατεύω] 1. (για ζώα και πτηνά) αυτός που δεν βατεύτηκε, ανόχευτος, ανεπίβατος, αμαρκάλιστος 2. αυτός που δεν προήλθε από βάτευση 3. υγιής, αβλαβής … Dictionary of Greek
αμφιβαίνω — ἀμφιβαίνω (Α) 1. περπατώ ολόγυρα, περιφέρομαι, τριγυρίζω 2. επιβαίνω, ιππεύω, καβαλικεύω 3. στέκομαι επάνω από τραυματισμένο φίλο μου για να τόν προστατεύσω, να τόν καλύψω 4. (για πολιούχες θεότητες) προστατεύω 5. και για τα ζώα που φυλάνε τα… … Dictionary of Greek
βάτεμα — το [βατεύω] η συνουσία τών ζώων … Dictionary of Greek