-
1 εμέσματα
-
2 ἐμέσματα
См. также в других словарях:
ἐμέσματα — ἔμεσμα vomit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμέσματα
2 ἐμέσματα
ἐμέσματα — ἔμεσμα vomit neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)