-
1 εμέλλετ'
ἐμέλλετο, μέλλωto be destined: imperf ind mp 3rd sgἐμέλλετε, μέλλωto be destined: imperf ind act 2nd pl -
2 ἐμέλλετ'
ἐμέλλετο, μέλλωto be destined: imperf ind mp 3rd sgἐμέλλετε, μέλλωto be destined: imperf ind act 2nd pl
См. также в других словарях:
ἐμέλλετ' — ἐμέλλετο , μέλλω to be destined imperf ind mp 3rd sg ἐμέλλετε , μέλλω to be destined imperf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλλω — (ΑM μέλλω) 1. προτίθεμαι, σκοπεύω, έχω στον νου μου να κάνω κάτι («ἐγὼ κτενεῑν ἔμελλον πατέρα τὸν ἐμόν», Σοφ.) 2. (το γ εν. ενεστ. και πρτ. ενεργ. και μέσ. ως απρόσ.) α) μέλλε πρόκειται να... ή είναι ενδεχόμενο να... ή είναι πεπρωμένο να... β)… … Dictionary of Greek