-
1 εμάτησε
-
2 ἐμάτησε
См. также в других словарях:
ἐμάτησε — ματάω to be idle aor ind act 3rd sg (attic ionic) ματέω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμάτησε
2 ἐμάτησε
ἐμάτησε — ματάω to be idle aor ind act 3rd sg (attic ionic) ματέω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)