-
1 εμωυτού
-
2 ἐμωυτοῦ
-
3 ἐμαυτοῦ
A of me, of myself: only gen., dat., and acc. sg., both masc. and fem.: not found in early [dialect] Ep.; [dialect] Aeol. ἔμ' αὔτῳ, ἔμ' αὔτᾳ, Alc.72, Sapph.Supp.15.11, cf. A.D. Pron.80.10; ἐμαυτόν is dub. in Xenoph. ( PLG2p.116B.) and Anacr. 64; [dialect] Ion.ἐμεωυτοῦ Hdt.4.97
(butἐμωυτοῦ A.D.Pron.74.4
),ἐμεωυτῷ Hdt.3.142
,ἐμεωυτόν Heraclit.101
; ἐμᾱτοῦ, ἐμᾱτόν, Lyr.Alex.Adesp.4.23, SIG741.12 (i B.C.): in pl. always separated, ἡμῶν αὐτῶν, etc.; ἐν ἐμαυτῷ συννοεῖσθαι in or with oneself, E.Or. 634;πρὸς ἐμαυτόν Ar. Ra.53
, etc.; strengthd.,ἴσχυόν τ' αὐτὸς ἐμαυτοῦ Id.V. 357
, cf. Lys. 1125; but ἐν ἐμαυτοῦ (sc. οἴκῳ) εἶναι, metaph., to be master of oneself, Pl.Chrm. 155d: nom. ἐμαυτός, com. formation in Pl.Com.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμαυτοῦ
См. также в других словарях:
ἐμωυτοῦ — ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμαυτού — ής (AM ἐμαυτοῡ, ῆς Α και ἐμεωυτοῡ και ἐμωυτοῡ, ῆς) αυτοπαθής αντωνυμία α εν. προσώπου, μόνο στις πλάγιες πτώσεις («εμένα τού ίδιου, τού ίδιου τού εαυτού μου»). νεοελλ. φρ. 1. «ομιλώ κατ εμαυτόν» μονολογώ 2. «διαθέτω κατά βούληση τα εμαυτού» τα… … Dictionary of Greek