Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐμωυτοῦ

См. также в других словарях:

  • ἐμωυτοῦ — ἐμαυτοῦ of me masc/neut gen 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμαυτού — ής (AM ἐμαυτοῡ, ῆς Α και ἐμεωυτοῡ και ἐμωυτοῡ, ῆς) αυτοπαθής αντωνυμία α εν. προσώπου, μόνο στις πλάγιες πτώσεις («εμένα τού ίδιου, τού ίδιου τού εαυτού μου»). νεοελλ. φρ. 1. «ομιλώ κατ εμαυτόν» μονολογώ 2. «διαθέτω κατά βούληση τα εμαυτού» τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»