Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐμφύρω

См. также в других словарях:

  • εμφύρω — (AM ἐμφύρω Α και ἐμφυρῶ, άω) 1. ανακατεύω, αναμιγνύω κάτι με άλλο 2. μπερδεύω, μπλέκω, ανακατώνω …   Dictionary of Greek

  • ενιφύρω — ἐνιφύρω (Α) ποιητ. τ. τού εμφύρω* …   Dictionary of Greek

  • επεμφύρω — ἐπεμφύρω (Α) βουτώ μέσα σε κάτι («ἐπεμφύρω τὰς χεῑρας τοῑς ἡδύσμασι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εμφύρω «ανακατώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεμφύρω — Μ αναμιγνύω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμφύρω «ανακατεύω, αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεμφύρομαι — Α περιπλέκομαι, ανακατεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐμφύρω «αναμιγνύω, ανακατώνω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»