-
1 εμφυρω
См. также в других словарях:
εμφύρω — (AM ἐμφύρω Α και ἐμφυρῶ, άω) 1. ανακατεύω, αναμιγνύω κάτι με άλλο 2. μπερδεύω, μπλέκω, ανακατώνω … Dictionary of Greek
ενιφύρω — ἐνιφύρω (Α) ποιητ. τ. τού εμφύρω* … Dictionary of Greek
επεμφύρω — ἐπεμφύρω (Α) βουτώ μέσα σε κάτι («ἐπεμφύρω τὰς χεῑρας τοῑς ἡδύσμασι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εμφύρω «ανακατώνω»] … Dictionary of Greek
προσεμφύρω — Μ αναμιγνύω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμφύρω «ανακατεύω, αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
συνεμφύρομαι — Α περιπλέκομαι, ανακατεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐμφύρω «αναμιγνύω, ανακατώνω»] … Dictionary of Greek