-
1 εμφυλλισθέντος
-
2 ἐμφυλλισθέντος
См. также в других словарях:
ἐμφυλλισθέντος — ἐμφυλλίζω engraft aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμφυλλισθέντος
2 ἐμφυλλισθέντος
ἐμφυλλισθέντος — ἐμφυλλίζω engraft aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)