-
121 manifest
['mænifest] 1. verb(to show (clearly): He manifested his character in his behaviour.) φανερώνω,εκδηλώνω2. adjective(easily seen by the eye or understood by the mind; obvious: manifest stupidity.) εμφανής,έκδηλος- manifestation -
122 recognisable
adjective (negative unrecognizable). αναγνωρίσιμος, εμφανής -
123 recognizable
adjective (negative unrecognizable). αναγνωρίσιμος, εμφανής -
124 salient
['seiliənt](main; chief; most noticeable: What were the salient points of his speech?) εμφανής,επικρατέστερος,κυριότερος -
125 лобный
επ.μετωπικός•-ая кость μετωπικό οστό.
εκφρ.– παλ. -ое место εμφανής θέση, -τοποθεσία• εξέδρα.. -
126 нескрываемый
επ.απροκάλυπτος, ασυγκάλυ-τιτος φανερός, εμφανής. -
127 обрисовать
-сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обрисованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. σχεδιάζω, σχεδιαγραφώ, σχεδιογραφώ.2. μτφ. περιγράφω, χαρακτηρίζω•оратор -ал современное международное положение ο ρήτορας περιέγραψε τη σημερινή διεθνή κατάσταση.
1. διαγράφομαι, διαφαίνομαι, -διακρίνομαι.2. μτφ. γίνομαι εμφανής, ευδιάκριτος, σαφής, καταφανής, καλοφαίνομαι• εκδηλώνομαι. -
128 очевидный
επ., -ден, -дна, -дноεμφανής, καταφανής, προφανής, φανερός, ολοφάνερος•-факт ολοφάνερη πράξη•
его право -дно το δίκιο του είναι ολοφάνερο•
очевидный свидетель αυτόπτης μάρτυρας.
См. также в других словарях:
ἐμφανής — showing in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ … Dictionary of Greek
εμφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που διακρίνεται εύκολα, φανερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμφανῆ — ἐμφανής showing in neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐμφανής showing in masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐμφανής showing in masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανέστερον — ἐμφανής showing in adverbial comp ἐμφανής showing in masc acc comp sg ἐμφανής showing in neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανεστάτων — ἐμφανής showing in fem gen superl pl ἐμφανής showing in masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανεστέρων — ἐμφανής showing in fem gen comp pl ἐμφανής showing in masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανέα — ἐμφανής showing in neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐμφανής showing in masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανές — ἐμφανής showing in masc/fem voc sg ἐμφανής showing in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανέστατα — ἐμφανής showing in adverbial superl ἐμφανής showing in neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφανέστατον — ἐμφανής showing in masc acc superl sg ἐμφανής showing in neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)