-
1 εμφανταζομένου
-
2 ἐμφανταζομένου
См. также в других словарях:
ἐμφανταζομένου — ἐμφαντάζομαι to be associated in idea with pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμφανταζομένου
2 ἐμφανταζομένου
ἐμφανταζομένου — ἐμφαντάζομαι to be associated in idea with pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)