Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐμφαίνει

См. также в других словарях:

  • ἐμφαίνει — ἐμφαίνω exhibit pres ind mp 2nd sg ἐμφαίνω exhibit pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέμφαντος — ἀνέμφαντος, ον (Α) [εμφαίνω] αυτός που δεν εμφαίνει, δεν δηλώνει κάτι …   Dictionary of Greek

  • εμφαίνω — (AM ἐμφαίνω) 1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου») 2. απρόσ. εμφαίνεται φαίνεται, είναι φανερό μσν. 1. (για φως) εκπέμπω 2. σχηματίζω 3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι 4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ομοφυλία — η (ΑΜ ὁμοφυλία) [ομόφυλος] ταυτότητα ή ομοιότητα τής φυλής ή τού γένους, συγγένεια («τὸ γὰρ τῶν Ἀρμενίων ἔθνος καὶ τὸ τῶν Σύρων καὶ Ἀράβων πολλὴν ὁμοφυλίαν ἐμφαίνει κατά τε τὴν διάλεκτον...», Στράβ.) νεοελλ. 1. ομάδα φυλών ή εθνών που συγγενεύουν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»