Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐμπ

См. также в других словарях:

  • Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο — (ΕΜΠ). Ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο οποίο διδάσκονται θετικές και πρακτικές επιστήμες καθώς και καλές τέχνες (η Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών είναι ανεξάρτητο ίδρυμα). Αποτελεί οργανισμό δημοσίου δικαίου και υπάγεται στην άμεση εποπτεία του… …   Dictionary of Greek

  • Καγκαράκης, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1933 –). Χημικός μηχανικός, καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ). Σπούδασε στο ΕΜΠ (τμήμα χημικών μηχανικών), του οποίου αναγορεύθηκε διδάκτορας και μετεκπαιδεύτηκε στο Λονδίνο (Imperial College). Σταδιοδρόμησε, αρχικά, στη… …   Dictionary of Greek

  • Κιτσίκης, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1893 – 1969). Αρχιτέκτονας και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στο πολυτεχνείο του Βερολίνου. Διετέλεσε αρχιτέκτονας του Δημαρχείου του Βερολίνου (1913 15), μέλος της διεθνούς επιτροπής ανοικοδόμησης της Θεσσαλονίκης (1917 19) και διευθυντής… …   Dictionary of Greek

  • Κιτσίκης, Νικόλαος — (Ναύπλιο 1887 – Αθήνα 1978). Πολιτικός μηχανικός, πανεπιστημιακός και πολιτευτής. Φοίτησε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ), στο πολυτεχνείο Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου και στη Σχολή Γεφυρών και Οδοστρωμάτων στο Παρίσι. Σπούδασε επίσης… …   Dictionary of Greek

  • ύπαρξη — η / ὕπαρξις, άρξεως, ΝΜΑ [ὑπάρχω] η κατάσταση τού υπαρκτού, το να υπάρχει κανείς, υπόσταση, οντότητα («ὕπαρξις ἢ ἀνυπαρξία», Σέξτ. Εμπ.) νεοελλ. 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο ίδιος ο άνθρωπος («είναι μια δυστυχισμένη ύπαρξη») 3. (φιλοσ.) α) το Είναι… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Κοκκινόπουλος, Ευτύχιος — (Ερμούπολη Σύρου 1908 – 1974). Πολιτικός μηχανικός, καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ). Διετέλεσε επιμελητής του ΕΜΠ (1932 44), υφηγητής του (1944 45) και τακτικός καθηγητής από το 1958. Χρημάτισε επίσης διευθυντής τεχνικών έργων… …   Dictionary of Greek

  • Κορρές, Μανόλης — I (Σίφνος 1922 – 1998). Θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε οικονομικά και νομικά, αλλά ασχολήθηκε κυρίως με τη συγγραφή θεατρικών έργων και, κατά δεύτερο λόγο, με τη λαογραφία. Το πρώτο θεατρικό έργο του, Παπαδόπουλος και Σία, παρουσιάστηκε με μεγάλη …   Dictionary of Greek

  • Τόμπρος, Μιχαήλ — (Αθήνα 1889 – 1975). Έλληνας γλύπτης. Τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΕΜΠ συνέχισε με υποτροφία στο Παρίσι, στην Ακαδημία Ζουλιέν, όπου παρακολούθησε τους καθηγητές Λαντόφσκι και Μπονσάρ. Με την κήρυξη του A’ Παγκοσμίου πολέμου γύρισε… …   Dictionary of Greek

  • ANALOGIUM — Graece ἀναλογεῖον, Balbo in Catholico, ideni quod Ambo. Unde Alcuinus de Divin. offic. et Remig. Autissiodorens. l. de Celebr. Missae, Defertur Euangelium ad Analogium, praecedentibus cereis. Vide supra in voce Ambo. Interdum vero, Analogium,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έκρυθμος — η, ο (Α ἔκρυθμος, ον) ο εκτός ρυθμού, ο άρρυθμος νεοελλ. διαταραγμένος («έκρυθμη κατάσταση») αρχ. 1. άρρυθμος, χωρίς ρυθμό («ἡ μουσικὴ επιστήμη τίς ἐστιν ἐνρύθμων τε καὶ ἐκρύθμων», Σέξτ. Εμπ.) 2. (για σφυγμό) ανώμαλος (επίρρ., εκρύθμως και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»