-
1 ἐμπυκάζω
A wrap up in:—[voice] Pass., νόος οἱ ἐμπεπύκασται his mind is shrouded, hard to make out, v.l. for εὖ πεπ. in Mosch.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπυκάζω
-
2 εμπεπύκασται
-
3 ἐμπεπύκασται
См. также в других словарях:
εμπυκάζω — ἐμπυκάζω (Α) καλύπτω, κρύβω, αποκρύπτω … Dictionary of Greek
ἐμπεπύκασται — ἐμπυκάζω wrap up in perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)