Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐμπόρευμα

См. также в других словарях:

  • εμπόρευμα — εμπόρευμα, το και εμπόρεμα, το, ατος 1. κάθε αγαθό, φυσικό ή τεχνητό, ως αντικείμενο αγοραπωλησίας ή ανταλλαγής, πραμάτεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπόρευμα — merchandise neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπόρευμα — και εμπόρεμα, το (AM εμπόρευμα) κάθε φυσικό ή τεχνητό προϊόν για το οποίο γίνεται αγοραπωλησία, εμπορεύσιμο είδος, πραμάτεια («ελεύθερο εμπόρευμα» αυτό που παραδίδεται από τον πωλητή στον αγοραστή ελεύθερο από έξοδα μεταφοράς) …   Dictionary of Greek

  • ἐμπορευμάτων — ἐμπόρευμα merchandise neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορεύμασιν — ἐμπόρευμα merchandise neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορεύματα — ἐμπόρευμα merchandise neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορεύματος — ἐμπόρευμα merchandise neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εισαγωγή — Πράξη με την οποία ένα εμπόρευμα εισάγεται από χώρα του εξωτερικού στην εσωτερική αγορά. Στην εθνική λογιστική ονομάζονται ε. και οι ολικές ποσότητες εμπορευμάτων, οι οποίες σε μια ορισμένη περίοδο έχουν εισαχθεί από το εξωτερικό. Οι ε.… …   Dictionary of Greek

  • συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… …   Dictionary of Greek

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • μονοπωλώ — (Α μονοπωλῶ, έω) [μονοπώλης] πουλώ κατ αποκλειστικότητα ένα προϊόν ή εμπόρευμα, έχω το μονοπώλιο ενός προϊόντος νεοελλ. 1. καθιστώ ένα εμπόρευμα μονοπωλιακό 2. μτφ. α) αποκτώ ή σφετερίζομαι αποκλειστικά δικαιώματα σε έναν τομέα («μονοπωλεί τις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»