-
1 εμποδιος
21) встречающийся на пути(ἐμποδίους τύπτειν Plut.)
2) стоящий на пути, препятствующий, мешающий(τινι Her., Arph., Arst., Plut., τινος Thuc., Plat., Plut. и πρός τι Arst., Polyb., Plut.)
μαντηΐου ἐμποδίου γενομένου Her. — так как воспрепятствовало (этому) изречение оракула;τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ΄ ἔτι μοι ; Eur. — что за препятствие еще удерживает меня?
См. также в других словарях:
ἐμπόδιος — at one s feet masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόδιον — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem acc sg ἐμπόδιος at one s feet neut nom/voc/acc sg ἐμποδέω as if fettered imperf ind act 3rd pl (doric) ἐμποδέω as if fettered imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδίοις — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem/neut dat pl ἐμποδέω as if fettered pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδίου — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδίους — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμποδίων — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem/neut gen pl ἐμποδέω as if fettered pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόδια — ἐμπόδιος at one s feet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπόδιοι — ἐμπόδιος at one s feet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
блазньба — БЛАЗНЬБ|А (1*), Ы с. То же, что блазнъ1 во 2 знач.: и блазнъ ны бы(с) в (г)радѣ семь. хотѩщимъ ити аки блазнъ бываше. да оуже не вѣмъ что есть блазньба. вси бо корабленици поплоуша. а мы сде есмы. (ἐμπόδιος) СбТр к. XIV, 167 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έμποδος — ο(ς), ο(ν) (AM ἔμποδος, ον, Μ και ἔμποδος, ο[ς], ο[ν]) αυτός που εμποδίζει, εμπόδιος* μσν. νεοελλ. (και τα τρία γένη ως ουσ.) ο έμποδος, η έμποδο(ς), το έμποδο(ν) εμπόδιο, δυσκολία, πρόσκομμα, κώλυμα (α. «ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς… … Dictionary of Greek
εμπόδιο — και μπόδιο, το (Μ ἐμπόδιον, Α επίθ. ἐμπόδιος, ον) μσν. νεοελλ. 1. καθετί που εμποδίζει ή δυσχεραίνει μια ενέργεια, κώλυμα, πρόσκομμα, αντίσταση, εναντιότητα («ανυπέρβλητα εμπόδια») 2. «δέσιμο», κατάδεσμος* («σμίγονται τά ἀνδρόγυνα ὅταν ψάλλουν… … Dictionary of Greek