-
1 εμπτυσθήναι
-
2 ἐμπτυσθῆναι
-
3 ἐμ-πτύω
См. также в других словарях:
ἐμπτυσθῆναι — ἐμπτύω spit into aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμπτυσθήναι
2 ἐμπτυσθῆναι
3 ἐμ-πτύω
ἐμπτυσθῆναι — ἐμπτύω spit into aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)