Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐμπορεῖον

См. также в других словарях:

  • ἐμπορεῖον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορεῖα — ἐμπορεῖον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορείου — ἐμπορεῖον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορείῳ — ἐμπορεῖον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιμπορειό — το εμπορικό λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νιμπορειός (ὁ), ονομ. πολλών νησιωτικών χωριών, με αλλαγή γένους. Η ονομ. Νιμπορειός έχει προέλθει από συνεκφορά τής αιτ. τού άρθρου τον με το ουσ. εμπορειός (< εμπορείον με καταβιβασμό τού τόνου στη λήγουσα… …   Dictionary of Greek

  • Ebro — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Ebro (desambiguación). Río Ebro El río Ebro a su paso por Zaragoza …   Wikipedia Español

  • Ampurias — Saltar a navegación, búsqueda Este artículo trata sobre la colonia griega de Ampurias, para la comarca catalana, véase Ampurdán Ánfora griega encontrada en Ampurias Ampurias (del gr. ant. τὸ Ἐμπορεῖον o τῇ Ἐμπορείᾳ …   Wikipedia Español

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • εμπορείο — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 1.773 κάτ.) της Σαντορίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων. * * * το (Α ἐμπορεῑον) νεοελλ. 1. λιμάνι με μεγάλη εμπορική κίνηση, εμπορικά κέντρο 2. εμπορικό ή τραπεζικό κατάστημα που… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»