Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐμπορίου

  • 41 kesat

    αναδουλειά, απραξία, στάση εμπορίου

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kesat

  • 42 οἶκος

    οἶκος, ου, ὁ (Hom.+)
    house
    lit.
    α. a dwelling Lk 11:17 (cp. πίπτω 1bβ); 12:39; 14:23 (unless οἶκ. means dining room here as Phryn. Com. [V B.C.] 66 Kock; X., Symp. 2, 18; Athen. 12, 54a); Ac 2:2; (w. ἀγροί, κτήματα) Hs 1:9. εἰς τὸν οἶκόν τινος into or to someone’s house (Judg 18:26) ἀπέρχεσθαι Mt 9:7; Mk 7:30; Lk 1:23; 5:25; εἰσέρχεσθαι Lk 1:40; 7:36; 8:41; Ac 11:12; 16:15b; ἔρχεσθαι Mk 5:38; καταβαίνειν Lk 18:14; πορεύεσθαι 5:24; ὑπάγειν Mt 9:6; Mk 2:11; 5:19; ὑποστρέφειν Lk 1:56; 8:39.—κατοικεῖν εἰς τὸν οἶκόν τινος live in someone’s house Hm 4, 4, 3; Hs 9, 1, 3. οἱ εἰς τὸν οἶκόν μου the members of my household Lk 9:61. εἰς τὸν … οἶκον ἐγένετο χαρά AcPl Ha 6, 2.—εἰς τὸν οἶκον into the house; home: ἀνάγειν Ac 16:34. ἀπέρχεσθαι Hs 9, 11, 2. ἔρχεσθαι Lk 15:6. ὑπάγειν Hs 9, 11, 6. ὑποστρέφειν Lk 7:10.—εἰς τὸν οἶκον (w. ὐποδέχεσθαι) Lk 10:38 v.l. (s. οἰκία 1a).—εἰς οἶκόν τινος to someone’s house/home Mk 8:3, 26. εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων Lk 14:1 (on the absence of the art. s. B-D-F §259, 1; Rob. 792).—εἰς οἶκον home (Aeschyl., Soph.; Diod S 4, 2, 1): εἰσέρχεσθαι Mk 7:17; 9:28. ἔρχεσθαι 3:20.—ἐκ τοῦ οἴκου ἐκείνου Ac 19:16.—ἐν τῷ οἴκῳ τινός in someone’s house Ac 7:20; 10:30; 11:13; Hs 6, 1, 1.—ἐν τῷ οἴκῳ in the house, at home J 11:20; Hv 5:1.—ἐν οἴκῳ at home (Strabo 13, 1, 38; UPZ 59, 5 [168 B.C.]; 74, 6; POxy 531, 3 [II A.D.]; 1 Km 19:9) Mk 2:1 (Goodsp., Probs. 52); 1 Cor 11:34; 14:35.—κατὰ τοὺς οἴκους εἰσπορεύεσθαι enter house after house Ac 8:3. κατʼ οἴκους (opp. δημοσίᾳ) from house to house i.e. in private 20:20. In the sing. κατʼ οἶκον (opp. ἐν τῷ ἱερῷ) in the various private homes (Jos., Ant. 4, 74; 163.—Diod S 17, 28, 4 κατʼ οἰκίαν ἀπολαύσαντες τῶν βρωτῶν=having enjoyed the food in their individual homes) 2:46; 5:42. ἡ κατʼ οἶκόν τινος ἐκκλησία the church in someone’s house Ro 16:5; 1 Cor 16:19; Col 4:15; Phlm 2 (s. ἐκκλησία 3bα; EJudge, The Social Pattern of Christian Groups in the First Century ’60; LWhite, House Churches: OEANE III 118–21 [lit.]). τὰ κατὰ τὸν οἶκον household affairs (Lucian, Abdic. 22) 1 Cl 1:3.
    β. house of any large building οἶκος τοῦ βασιλέως the king’s palace (Ael. Aristid. 32, 12 K.=12 p. 138 D.; 2 Km 11:8; 15:35; 3 Km 7:31; Jos., Ant. 9, 102) Mt 11:8. οἶκος ἐμπορίου (s. ἐμπόριον) J 2:16b. οἶκος προσευχῆς house of prayer Mt 21:13; Mk 11:17; Lk 19:46 (all three Is 56:7). οἶκ. φυλακῆς prison-house 14:7 (Is 42:7).—Esp. of God’s house (Herodas 1, 26 οἶκος τῆς θεοῦ [of Aphrodite]; IKosPH 8, 4 οἶκος τῶν θεῶν.—οἶκ. in ref. to temples as early as Eur., Phoen. 1372; Hdt. 8, 143; Pla., Phdr. 24e; ins [cp. SIG ind. IV οἶκος d; Thieme 31]; UPZ 79, 4 [II B.C.] ἐν τῷ οἴκῳ τῷ Ἄμμωνος; POxy 1380, 3 [II A.D.]; LXX; New Docs 1, 6f; 31; 139) οἶκος τοῦ θεοῦ (Jos., Bell. 4, 281) Mt 12:4; Mk 2:26; Lk 6:4. Of the temple in Jerusalem (3 Km 7:31 ὁ οἶκος κυρίου; Just., D. 86, 6 al.) ὁ οἶκός μου Mt 21:13; Mk 11:17; Lk 19:46 (all three Is 56:7). ὁ οἶκ. τοῦ πατρός μου J 2:16a; cp. Ac 7:47, 49 (Is 66:1). Specif. of the temple building (Eupolem.: 723 fgm 2, 12 Jac. [in Eus., PE 9, 34, 14]; EpArist 88; 101) μεταξὺ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τοῦ οἴκου between the altar and the temple building Lk 11:51. Of the heavenly sanctuary, in which Christ functions as high priest Hb 10:21 (sense bα is preferred by some here).
    γ. in a wider sense οἶκ. occasionally amounts to city (cp. the note on POxy 126, 4.—Jer 22:5; 12:7; TestLevi 10, 5 οἶκος … Ἰερους. κληθήσεται) Mt 23:38; Lk 13:35.
    fig. (Philo, Cher. 52 ὦ ψυχή, δέον ἐν οἴκῳ θεοῦ παρθενεύεσθαι al.)
    α. of the Christian community as the spiritual temple of God ὡς λίθοι ζῶντες οἰκοδομεῖσθε οἶκος πνευματικός as living stones let yourselves be built up into a spiritual house 1 Pt 2:5 (ESelwyn, 1 Pt ’46, 286–91; JHElliott (s. end) 200–208). The tower, which Hermas uses as a symbol of the Christian community, is also called ὁ οἶκ. τοῦ θεοῦ: ἀποβάλλεσθαι ἀπὸ τοῦ οἴκ. τοῦ θ. Hs 9, 13, 9. Opp. εἰσέρχεσθαι εἰς τὸν οἶκ. τοῦ θεοῦ Hs 9, 14, 1.—The foll. pass. are more difficult to classify; mng. 2 (the Christians as God’s family) is poss.: ὁ οἶκ. τοῦ θεοῦ 1 Pt 4:17; ἐν οἴκῳ θεοῦ ἀναστρέφεσθαι ἥτις ἐστὶν ἐκκλησία θεοῦ ζῶντος 1 Ti 3:15.
    β. dwelling, habitation, of the human body (Just., D. 40, 1 τὸ πλάσμα … οἶκ. ἐγένετο τοῦ ἐμφυσήματος; Mel., P. 55, 402 τοῦ σαρκίνου οἴκου; Lucian, Gall. 17) as a habitation of hostile spirits Mt 12:44; Lk 11:24. Corresp. the gentiles are called an οἶκ. δαιμονίων 16:7.
    household, family (Hom. et al.; Artem. 2, 68 p. 161, 11 μετὰ ὅλου τοῦ οἴκου; Ath. 3, 2 τὸν ὑμέτερον οἶκον) Lk 10:5; 19:9; Ac 10:2; 11:14; 16:31; 18:8. ὅλους οἴκους ἀνατρέπειν ruin whole families Tit 1:11 (cp. Gen 47:12 πᾶς ὁ οἶκος=‘the whole household’). ὁ Στεφανᾶ οἶκ. Stephanas and his family 1 Cor 1:16; ὁ Ὀνησιφόρου οἶκ. 2 Ti 1:16; 4:19. ὁ οἶκ. Ταουί̈ας ISm 13:2. Esp. freq. in Hermas: τὰ ἁμαρτήματα ὅλου τοῦ οἴκου σου the sins of your whole family Hv 1, 1, 9; cp. 1, 3, 1; 2, 3, 1; Hs 7:2. … σε καὶ τὸν οἶκ. σου v 1, 3, 2; cp. m 2:7; 5, 1, 7; Hs 7:5ff. W. τέκνα m 12, 3, 6; Hs 5, 3, 9. Cp. 1 Ti 3:4, 12 (on the subj. matter, Ocellus Luc. 47 τοὺς ἰδίους οἴκους κατὰ τρόπον οἰκονομήσουσι; Letter 58 of Apollonius of Tyana [Philostrat. I 362, 3]). ἡ τοῦ Ἐπιτρόπου σὺν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτῆς καὶ τῶν τέκνων the (widow) of Epitropus together with all her household and that of her children IPol 8:2 (Sb 7912 [ins 136 A.D.] σὺν τῷ παντὶ οἴκῳ). ἀσπάζομαι τοὺς οἴκους τῶν ἀδελφῶν μου σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις I greet the households of my brothers (in the faith), including their wives and children ISm 13:1. In a passage showing the influence of Num 12:7, Hb 3:2–6 contrasts the οἶκος of which Moses was a member and the οἶκος over which Christ presides (cp. SIG 22, 16f οἶκος βασιλέως; Thu 1, 129, 3 Xerxes to one ἐν ἡμετέρῳ οἴκῳ; sim. οἶκος of Augustus IGR I, 1109 [4 B.C.], cp. IV, 39b, 26 [27 B.C.]; s. MFlory, TAPA 126, ’96, 292 n. 20). Hence the words of vs. 6 οὗ (i.e. Χριστοῦ) οἶκός ἐσμεν ἡμεῖς whose household we are.—On Christians as God’s family s. also 1bα above. τοῦ ἰδίου οἴκ. προστῆναι manage one’s own household 1 Ti 3:4f; cp. vs. 12 and 5:4.—On management of an οἶκος s. X., Oeconomicus. On the general topic of family MRaepsaet-Charlier, La femme, la famille, la parenté à Rome: L’Antiquité Classique 62, ’93, 247–53.
    a whole clan or tribe of people descended fr. a common ancestor, house=descendants, nation, transf. sense fr. that of a single family (Appian, Bell. Civ. 2, 127 §531 οἴκοι μεγάλοι=famous families [of Caesar’s assassins]; Dionys. Byz. 53 p. 23, 1; LXX; Jos., Ant. 2, 202; 8, 111; SibOr 3, 167) ὁ οἶκ. Δαυίδ (3 Km 12:19; 13:2) Lk 1:27, 69 (on the probability of Semitic inscriptional evidence for the phrase ‘house of David’ s. articles pro and con in Bar 20/2, ’94, 26–39; 20/3, ’94, 30–37; 20/4, ’94, 54f; 20/6, ’94, 47; 21/2, ’95, 78f). ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δ. 2:4.—οἶκ. Ἰσραήλ Mt 10:6; 15:24; Ac 2:36; 7:42 (Am 5:25); Hb 8:10 (Jer 38:33); 1 Cl 8:3 (quot. of unknown orig.). AcPlCor 2:10. πᾶς οἶκ. Ἰσραήλ GJs 7:3 (Jer 9:25). ὁ οἶκ. Ἰς. combined w. ὁ οἶκ. Ἰούδα Hb 8:8 (Jer 38:31). οἶκ. Ἰακώβ (Ex 19:3; Is 2:5; Just., A I, 53, 4;, D. 135, 6) Lk 1:33; Ac 7:46. οἶκ. τοῦ Ἀμαλήκ 12:9.
    a house and what is in it, property, possessions, estate (Hom. et al.; s. also Hdt. 3, 53; Isaeus 7, 42; Pla., Lach. 185a; X., Oec. 1, 5; Demetr.: 722 Fgm. 1, 15 Jac.; Jos., Bell. 6, 282; Just., D. 139, 4) ἐπʼ Αἴγυπτον καὶ ὅλον τὸν οἶκον αὐτοῦ over Egypt and over all his estate Ac 7:10 (cp. Gen 41:40; Artem. 4, 61 προέστη τοῦ παντὸς οἴκου).—S. the lit. on infant baptism, e.g. GDelling, Zur Taufe von ‘Häusern’ im Urchrist., NovT 7, ’65, 285–311=Studien zum NT ’70, 288–310.—JHElliott, A Home for the Homeless ’81. B. 133; 458. Schmidt, Syn. II 508–26. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > οἶκος

  • 43 ἐμπόριον

    ἐμπόριον, ου, τό (s. two prec. entries; Hdt. et al.; ins, pap [Mayser 93, 2]; LXX; Jos., Ant. 9, 17) place where business is carried on, market οἶκος ἐμπορίου (epexeg. gen.) marketplace J 2:16.—DELG s.v. ἔμπορος. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐμπόριον

См. также в других словарях:

  • ἐμπορίου — ἐμπόριον trading station neut gen sg ἐμπόριος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διεθνής Οργάνωση Εμπορίου — Βλ. λ. ΓΚΑΤ· Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου …   Dictionary of Greek

  • τοὐμπορίου — ἐμπορίου , ἐμπόριον trading station neut gen sg ἐμπορίου , ἐμπόριος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • ΓΚΑΤ — (GATT). Συντομογραφία του General Agreement on Tariffs and Trade (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου). Στη συμφωνία αυτή, την οποία συνυπέγραψαν στη Γενεύη στις 30 Οκτωβρίου 1947 είκοσι τρεις χώρες και άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»