Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐμπορίου

  • 1 ἐμπορίου

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐμπορίου

  • 2 εμποριον

        τὸ
        1) эмпорий, торговый центр или порт Thuc., Xen., Lys., Arst., Dem., Diod., Plut.
        2) pl. товар

    Древнегреческо-русский словарь > εμποριον

  • 3 επιμελητης

        - οῦ ὅ
        1) попечитель, руководитель, заведующий, тж. начальник, глава
        

    (τῶν τῆς πόλεως πραγμάτων Arph.; παιδείας и περὴ τῆς παιδείας Plat.; τῶν πρὸς δίαιταν ἐπιτηδείων Xen.)

        ἐ. τῶν μυστηρίων Dem. — распорядитель мистерий;
        ἐ. τῶν νεωρίων Dem. — начальник верфи;
        ἐ. τῶν δημοσίων προσόδων Plut. — главный казначей;
        ἐ. τοῦ ἐμπορίου Dem., Arst. — смотритель рынка;
        ἐ. ἵππων Plat. — ухаживающий за лошадьми, конюх;
        ἐ. τῆς οὐραγίας Polyb.начальник арьергарда

        2) наместник, управитель
        

    (τῆς Τριφυλίας Polyb.; ἐπιμελητήν τινα καταστῆσαι εἰς νομόν τινα Arst.)

    Древнегреческо-русский словарь > επιμελητης

  • 4 εκ

    (перед гласн. εξ) πρόθ. με γεν.
    1) (при обознач, места) из; с; εκ τού παραθύρου из окна; ανεχώρησεν εξ Αθηνών он выехал из Афин; αφίκετο εκ Παρισίων он прибыл из Парижа; κατέπεσεν εξ ΰψους δέκα μέτρων он упал с высоты десять метров; εκ δεξιών справа, с правой стороны; εξ αριστερών слева, с левой стороны; εκ τού πλησίον, εκ τού σύνεγγυς с близкого расстояния; εκ των πλαγίων сбоку; εκ των έμπροσθεν спереди; εκ των όπισθεν сзади, с тылу; 2) (при обознач, происхождения, источника): τα εκ τού εμπορίου κέρδη торговые доходы; κατάγεται εξ ευγενών он из дворян; κατάγεται εκ Πελοποννήσου он из Пелопоннеса; έλαβε τα χρήματα εκ τού ταμείου он получил деньги из кассы; 3) (при обознач, лица или предмета, которого касаются, который хватают, захватывают); τον ήρπασε εκ της κόμης он его схватил за волосы; κρατώ το παιδίον εκ της χειρός держать ребёнка за руку; 4) (при обознач, выбора или целого, часть которого выделяется) из; έν εκ των δύο одно из двух; εκ δεκαπέντε ψήφων έλαβε δέκα из пятнадцати голосов он получил десять; 5) (при обознач, материала или состава) из; οϊνος εκ σταφυλών виноградное вино; επιπλα εκ ξύλου δρυός дубовая мебель; λεξικόν εξ επτά τόμων словарь в семи томах; 6) (при обознач, причины) от; по; εκ χαράς от радости; εκ της οργής от гнева, ярости; θάνατος εξ ασιτίας смерть от голода, голодная смерть; εξ αγνοίας по незнанию; εξ αμελείας по легкомыслию; τον ανεγνώρισα εκ τού χρώματος της κόμης του я его узнал по цвету волос; εξ αιτίας из-за; вследствие; по причине; εξ αίτιας του благодаря ему; из-за него; по его вине; 7) (при обознач, времени) с; εξ αρχής или ξαρχής сначала; εξ υστερης затем, после; εξ αμνημονεύτων χρόνων с незапамятных времён; εξ απαλών ονύχων с юных лет; 8) (при обознач, превращения, перемены, изменения) из; ανέστη εκ νεκρών он воскрес из мёртвых; έγινε εξ αγαθοό κακός из доброго он стал злым; 9) (при обознач, родства): συγγενής εκ πατρός родственник по отцу; 10) (входит в состав наречных выражений): εξ άλλου вместе с тем; между прочим; εξ ονόματος μου от своего имени; εκ μέρους μου я со своей стороны, с моей стороны; εξ όψεως с виду; по виду; εξ ακοής понаслышке; εξ ανάγκης по необходимости; вынужденно; εξ Άπαντος или εξάπαντος безусловно, непременно; ως εκ τούτου вследствие этого; εξ ίσου или εξίσου поровну; в такой же мере; одинаково; εξ απρόοπτου внезапно, неожиданно;

    εκ του αφανούς — незаметно; — невидимо;

    εκ συμφώνου по соглашению;
    εκ των ενόντων исходя из обстоятельств, исходя из наших возможностей; θα εξοικονομήσουμε εκ των ενόντων что-нибудь придумаем; как-нибудь выйдем из положения; εκ πείρας по опыту; εκ νέου снова, заново; μάχη εκ τού συστάδην врукопашную; εκ ταχείας быстро

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκ

  • 5 μαρασμός

    ο
    1) увядание, одряхление; 2) слабость, упадок сил; немощность; 3) перен. упадок;

    μαρασμός του εμπορίου — упадок торговли;

    4) мед. маразм

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μαρασμός

  • 6 μονοπώλιο(ν)

    τό
    1) е разя. знач монополия;

    κρατικό μονοπώλιο(ν) — государственная монополия;

    τα ξένα μονοπώλια — иностранные монополии;

    τό μονοπώλιο(ν) τού εξωτερικού εμπορίου — монополия внешней торговли;

    2) перен. монопольное право (на что-л.);

    έχει το μονοπώλιο(ν) της φιλοπατρίας; — он считает только себя настоящим патриотом;

    έχει το μονοπώλιο(ν) της σοφίας — он считает себя единственным мудрецом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μονοπώλιο(ν)

  • 7 μονοπώλιο(ν)

    τό
    1) е разя. знач монополия;

    κρατικό μονοπώλιο(ν) — государственная монополия;

    τα ξένα μονοπώλια — иностранные монополии;

    τό μονοπώλιο(ν) τού εξωτερικού εμπορίου — монополия внешней торговли;

    2) перен. монопольное право (на что-л.);

    έχει το μονοπώλιο(ν) της φιλοπατρίας; — он считает только себя настоящим патриотом;

    έχει το μονοπώλιο(ν) της σοφίας — он считает себя единственным мудрецом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μονοπώλιο(ν)

  • 8 πληρωμή

    η
    1) выплата, оплата; платёж;

    πληρωμ με το κομμάτι — сдельная оплата (труда);

    συμφωνία εμπορίου και πληρωμων — торговое соглашение; — соглашение о торговле и платежах;

    ισοζύγιο πληρωμών — бухг, платёжный баланс;

    κατάλογος πληρωμών — платёжная ведомость;

    2) вознаграждение; плата;

    χωρίς πληρωμή — бесплатно;

    με πληρωμή — или επί πληρωμή — за плату;

    είσοδος επί πληρωμή — платный вход;

    3) выдача денег, получка;

    μέρα πληρωμης — день получки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πληρωμή

См. также в других словарях:

  • ἐμπορίου — ἐμπόριον trading station neut gen sg ἐμπόριος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διεθνής Οργάνωση Εμπορίου — Βλ. λ. ΓΚΑΤ· Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου …   Dictionary of Greek

  • τοὐμπορίου — ἐμπορίου , ἐμπόριον trading station neut gen sg ἐμπορίου , ἐμπόριος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • ΓΚΑΤ — (GATT). Συντομογραφία του General Agreement on Tariffs and Trade (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου). Στη συμφωνία αυτή, την οποία συνυπέγραψαν στη Γενεύη στις 30 Οκτωβρίου 1947 είκοσι τρεις χώρες και άρχισε να εφαρμόζεται την 1η Ιανουαρίου… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»