-
1 εμπολαίω
-
2 ἐμπολαίῳ
См. также в других словарях:
ἐμπολαίῳ — ἐμπολαί̱ῳ , ἐμπολαῖος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμπολαίω
2 ἐμπολαίῳ
ἐμπολαίῳ — ἐμπολαί̱ῳ , ἐμπολαῖος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)