Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐμποδισμός

См. также в других словарях:

  • ἐμποδισμός — hindering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμποδισμός — και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός) εμπόδιση, εμπόδιο μσν. 1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος 2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.) …   Dictionary of Greek

  • εμποδισμός — ο βλ. εμπόδιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμποδισμοί — ἐμποδισμός hindering masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδισμοῦ — ἐμποδισμός hindering masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδισμούς — ἐμποδισμός hindering masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδισμῶν — ἐμποδισμός hindering masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδισμόν — ἐμποδισμός hindering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπόδιση — εμπόδιση, η και εμποδισμός, ο 1. η παρεμπόδιση. 2. (ναυτ.), η μη εκτέλεση δρομολογίου πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»