-
1 εμπιεζω
-
2 εμπιέζω
μετ.1) вдавливать; втискивать; вталкивать; 2) заталкивать -
3 ἐμπιέζω
A press, squeeze, in [voice] Pass., Hp.Gland.13, Plu.2.1005a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπιέζω
-
4 ἐμπιέζω
-
5 вдавить
μπήγωεμπήγωεμπιέζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вдавить
-
6 вдавить
вдавитьсоз., вдавливать несов μπήγω, ἐμπήγω, ζουλώ, ἐμπιέζω. -
7 впрессовать
-ссуго, -ссуешьρ.σ.μ.εμπιέζω, πρεσσάρω μέσα, ενσφηνώνω.εμπιέζομαι, πρεσσάρομαι μέσα, ενσφηνώνομαι. -
8 втеснить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втеснённый, βρ: -нён, -нена, -нено παλ. εμβάλλω, εμπιέζω, σφίγγω.στριμώχνομαι, συμπιέζομαι, σφίγγομαι.
См. также в других словарях:
εμπιέζω — (AM ἐμπιέζω) πιέζω προς τα μέσα, ζουλώ, συνθλίβω … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek