Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐμπεσόντες

См. также в других словарях:

  • ἐμπεσόντες — ἐμπίτνω fall upon aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεμβάλλω — Α [ἐμβάλλω] 1. ρίχνω ή τοποθετώ επιπροσθέτως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «οὗτοι αὐτοί τε ὥσπερ εἴς τινα δίνην ἐμπεσόντες κυκῶνται καὶ ἡμᾱς ἐφελκόμενοι προσεμβάλλουσι», Πλάτ. β. «... καὶ κρίθινον πίτυρον προσεμβάλλουσιν», Διόδ.) 2. εισέρχομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»