-
1 εμπεριλαμβανω
1) содержать, обнимать, охватывать(κοιλότης ἐμπεριλαμβάνουσά τι Plut.)
; pass. содержаться, находиться внутриτὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον Arst. — внутренняя пустота, полость2) перехватывать, отрезывать(τὸ ὕδωρ ἐρύμασί τισιν Plut.)
См. также в других словарях:
εμπεριλαμβάνω — (AM ἐμπεριλαμβάνω) 1. περιλαμβάνω, περικλείω 2. συμπεριλαμβάνω … Dictionary of Greek
ἐμπεριλαμβάνω — ἐν περιλαμβάνω embrace pres subj act 1st sg ἐν περιλαμβάνω embrace pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
ԲԱԳՁԱՁԵՄ — (եցի.) NBH 1 400 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c ն. ԲԱԳՁԱՁԵՄ կամ ԲԱԿՁԱՁԵՄ. περιλαμβάνω, ἑμπεριλαμβάνω completor, comprehendo Բովանդակել. բոլորել. պարփակել. պարագրել. ամփոփել. հաւաքել: *Յօրինէ կարգս վայելուչս եւ իւրում եւս պաղատանն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)