-
1 εμπειροτέρων
-
2 ἐμπειροτέρων
См. также в других словарях:
ἐμπειροτέρων — ἔμπειρος experienced fem gen comp pl ἔμπειρος experienced masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμπειροτέρων
2 ἐμπειροτέρων
ἐμπειροτέρων — ἔμπειρος experienced fem gen comp pl ἔμπειρος experienced masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)