-
1 Εμπεδοκλής
-
2 Ἐμπεδοκλῆς
-
3 Εμπεδοκλης
- έους ὅ Эмпедокл ( родом из Агригента - ὅ Ἀκραγαντῖνος - греч. философ серед. V в. до н.э.) Plat., Arst., Diog.L. -
4 εμπεδοκλής
-
5 ἐμπεδοκλῆς
-
6 Εμπεδοκλέα
-
7 Ἐμπεδοκλέα
-
8 εισφερω
ион. и староатт. ἐσφέρω (fut. εἰσοίσω, aor. 2 εἰσήνεγκον)1) вносить, приносить(ἐσθῆτα εἴσω Hom.; δεῖπνον εἰς τέν οἰκίαν Xen.)
μεγάλην εἰσφέρεσθαι σπουδέν εἴς τι Diod. — прилагать много стараний к чему-л.2) med. принимать внутрь, поглощать(πλεῖστον ὕδωρ Arst.) или вдыхать (οἱ μὲν εἰσφερόμενοι, οἱ δὲ μέ ἀναπνέοντες Arst.)
3) заносить, уноситьποταμὸς δρῦς ἀζαλέας ἐσφέρεται Hom. — река уносит с собой высохшие дубы;
ἐς τέν ὕλην ἐσφέρεσθαι Thuc. — забрести в лесную чащу4) грузить(τινὰς εἰς τὰς ναῦς Xen.)
5) ввозить, med. ввозить к себе(σῖτόν τε καὴ χρήσιμα Thuc.)
6) вносить, вводить(νέον τι Plat.; ἕτερα καινὰ δαιμόνια Xen.)
Ἐμπεδοκλῆς πρῶτος ταύτην τέν αἰτίαν διελὼν εἰσήνεγκεν Arst. — Эмпедокл впервые расчленил эту причину7) вносить, добавлять(λόγους καινούς Eur.)
8) вносить, предлагать, представлять на утверждение(τέν ἑαυτοῦ γνώμην εἰς τέν ἐκκλησίαν Xen. или ἐς τὸν δῆμον Thuc. и πρὸς τὸν δῆμον Arst.; νόμους διά τινος Plut.)
9) (тж. εἰ. δίκην Plut.) возбуждать судебное дело Dem.10) вносить, уплачивать(ἔρανον Plat.; ἐσφορὰν διακόσια τάλαντα Thuc.; χρήματα εἰς τὸν πόλεμον Plut.)
τέν οὐσίαν ἅπασαν εἰσενηνοχέναι Arst. — уплатить налоги в размере всего своего имущества;τὰ εἰσενεχθέντα Arst. — внесенные деньги, Xen. вклад11) приносить, доставлять, сообщать(ἀγγελίας Her.)
12) доставлять, причинять, вызыватьπολλὰ κἀγαθὰ ἀλλήλοις εἰσενεγκεῖν Xen. — оказать друг другу много услуг13) издавать, публиковать(ἀπολογισμούς Polyb.)
-
9 ημιεφθος
-
10 θεολογος
ὅ1) пишущий о богах (sc. Ἡσίοδος Arst.)2) исследующий природу божества(Ἐμπεδοκλῆς Arst.)
3) прорицатель(οἱ Δελφῶν θεολόγοι Plut.)
-
11 μεταφορικος
31) метафорический, переносный Arst.2) склонный к употреблению метафор(Ἐμπεδοκλῆς Arst., Diog.L.)
-
12 χαλκοπους
2, gen. ποδος1) медноногий(τρίπους Eur.)
; перен. неутомимый(ἵππω Hom.; Ἐρινύς Soph.)
2) обутый в медную обувь(Ἐμπεδοκλῆς Luc.)
3) служащий медным основаниемχ. ὀδός Soph. — медный порог
-
13 ψελλιζω
чаще med.1) невнятно произносить, страдать косноязычием Plat., Arst., Plut.2) неясно, т.е. туманно выражаться(περί τινος Arst.)
ἃ ψελλίζεται λέγων Ἐμπεδοκλῆς Arst. — то, что туманно говорит Эмпедокл -
14 Εμπεδοκλήα
-
15 Ἐμπεδοκλῆα
-
16 Εμπεδοκλεί
-
17 Ἐμπεδοκλεῖ
-
18 Εμπεδοκλείς
-
19 Ἐμπεδοκλεῖς
-
20 Εμπεδοκλέος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἐμπεδοκλῆς — masc voc sg (doric aeolic) Ἐμπεδοκλῆς masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εμπεδοκλής — (Ακράγαντας 495; – 435; π.Χ.). Προσωκρατικός φιλόσοσφος. Το έργο του είναι αρκετά γνωστό, χάρη στη διάσωση σημαντικών αποσπασμάτων από δύο ποιήματά του: Περί φύσεως και Καθαρμοί. Για τη ζωή του, αντίθετα, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία. Είναι βέβαιο… … Dictionary of Greek
ἐμπεδοκλῆς — ἐν μετοκλάζω keep changing from one leg to the other fut ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εμπεδοκλής, Γρηγόριος — (1861 – 1951). Τραπεζίτης. Σπούδασε στο Λονδίνο και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου αρχικά άνοιξε χρηματιστηριακό γραφείο στην οδό Αριστείδου. Το 1905 ίδρυσε ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία Τράπεζα Εμπεδοκλέους, η οποία το 1908… … Dictionary of Greek
Ἐμπεδοκλέα — Ἐμπεδοκλῆς masc acc sg (epic ionic) Ἐμπεδοκλέᾱ , Ἐμπεδοκλῆς masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐμπεδοκλεῖ — Ἐμπεδοκλῆς masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐμπεδοκλεῖς — Ἐμπεδοκλῆς masc voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐμπεδοκλῆα — Ἐμπεδοκλῆς masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐμπεδοκλέος — Ἐμπεδοκλῆς masc gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐμπεδοκλέους — Ἐμπεδοκλῆς masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭМПЕДОКЛ — (Empedokles) из Агригента (около 490 430 до н.э.) др. греч. философ. Преодолевая расхождения между предшествующими ему философами по вопросу о вещественном начале мира и между «подвижником» Гераклитом и «неподвижником» Парменидом, признал и землю … Философская энциклопедия