-
1 εμπαράσκευον
-
2 ἐμπαράσκευον
-
3 ἐμπαράσκευος
ἐμπαρά-σκευος, ον,A prepared, Sm.Ps.26(27).3; ἐμπαράσκευον, τό, a kind of wind-screen for engines, Ath.Mech.33.1. Adv.- ως Suid.
s.v. ἑτοίμως.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπαράσκευος
См. также в других словарях:
ἐμπαράσκευον — ἐμπαράσκευος prepared masc/fem acc sg ἐμπαράσκευος prepared neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπαράσκευος — ἐμπαράσκευος, ον (Α) 1. καλά προετοιμασμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμπαράσκευον είδος αλεξηνέμου για μηχανές … Dictionary of Greek