-
1 εμπαροινήματος
-
2 ἐμπαροινήματος
См. также в других словарях:
ἐμπαροινήματος — ἐμπαροίνημα object of drunken treatment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμπαροινήματος
2 ἐμπαροινήματος
ἐμπαροινήματος — ἐμπαροίνημα object of drunken treatment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)