-
1 εμμενητικως
Diog.L. = ἐμμενές См. εμμενες
См. также в других словарях:
ἐμμενητικῶς — ἐμμενητικός disposed to abide by adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμμενητικως
ἐμμενητικῶς — ἐμμενητικός disposed to abide by adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)