-
1 εμιτρώσαντο
-
2 ἐμιτρώσαντο
-
3 μιτρόω
II [voice] Med., wear aμίτρα, Διονυσιακὸν τὸ μιτροῦσθαι Str.15.1.58
;μ. τὰς κόμας Id.15.1.71
;μιτρωσάμενοι τὰ μέτωπα Id.3.3.7
.
См. также в других словарях:
ἐμιτρώσαντο — μιτρόω surround as with a girdle aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)