-
1 εμβάταις
-
2 ἐμβάταις
-
3 ἐμπεριπατέω
A walk about in, [ ἐμβάταις] Luc.Ind.6;μέσοις τοῖς ἁγίοις J.BJ4.3.10
: metaph.,ταῖς διανοίαις Ph.1.643
, cf. 274; ἐ. ἐν ὑμῖν tarry among you, LXXLe.26.12, cf. 2 Ep.Cor.6.16: abs., walk about,ἅμα τῷ συμποσίῳ Luc.Symp.13
: c. acc. cogn., ἐ. διαύλους τινάς walk several times to and fro, Ach.Tat.1.6.II walk about upon, τὴν ὑπ' οὐρανόν (sc. γῆν) LXXJb.1.7, al.; trample on, PHolm.18.30: metaph., insult,τινί Plu.2.57a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπεριπατέω
-
4 ἐποχέομαι
A be carried upon, ride upon, οὐ μὰν ὑμῖν γε (the horses of Achilles)καὶ ἅρμασι δαιδαλέοισιν Ἕκτωρ..ἐποχήσεται Il.17.449
, cf. Arr. Tact.17.1 ;ἐφ' ἵππῳ Paus.6.20.16
: abs., κάμηλον ὥστε ἐποχεῖσθαι a camel to ride on, X.Cyr.7.1.49 ; of a fractured bone, rest or ride on the adjoining one, Hp.Art.15 ; com., ἐμβάταις ὑψηλοῖς ἐ. to be mounted on high shoes, Luc.Salt.27 ;ἡ κωμῳδία ἀναπαίστοις ἐ. Id.Prom.Es6
.2 float upon,[ἡ γῆ] ἐ. τῷ ἀέρι Placit.3.15.8
; float on the surface, Gal.7.604, Aët.5.137.3 metaph., of a higher power, transcend the lower,[θεὸν] -ούμενον τῇ νοητῇ φύσει Plot.1.1.8
;θεοὶ τοῖς δαίμοσιν ἄνωθεν -ούμενοι Procl.in Alc.p.69C.
;θεία ἀρετὴ ἐπὶ ἀνθρωπίνην ἐ. Hierocl. in CA 20p.463M.
c hover over, brood over, play about, Plot.2.2.3, 2.5.5,4.3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποχέομαι
См. также в других словарях:
ἐμβάταις — ἐμβάτης half boot of felt masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποχούμαι — (AM ἐποχοῡμαι, έομαι) [οχούμαι] μετακινούμαι με μεταφορικό μέσο («μὴ μὲν’ τοῑς ἵπποισιν ἀνὴρ ἐποχήσεται ἄλλος Τρώων», Ομ. Ιλ.) μσν. 1. κάθομαι επάνω 2. κατευθύνομαι αρχ. 1. (για αρσ. ζώα) οχεύω, βατεύω 2. (για εξαρθρωμένα κόκαλα) στηρίζομαι στο… … Dictionary of Greek