-
1 εμβρωματίζω
ἐμβρωματίζωtake a meal: pres subj act 1st sgἐμβρωματίζωtake a meal: pres ind act 1st sg -
2 ἐμβρωματίζω
ἐμβρωματίζωtake a meal: pres subj act 1st sgἐμβρωματίζωtake a meal: pres ind act 1st sg -
3 ἐμβρωματίζω
A = ψίχω, ψίω, EM819.6, Suid.:—[tense] aor. [voice] Pass. in med. sense, take a meal or snack, Apollon.Lex. s.v. δειελιήσας.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβρωματίζω
-
4 εμβρωματιζομένους
-
5 ἐμβρωματιζομένους
-
6 εμβρωματισθείς
-
7 ἐμβρωματισθείς
-
8 εμβρωματίζονται
-
9 ἐμβρωματίζονται
-
10 εμβρωματίζων
-
11 ἐμβρωματίζων
См. также в других словарях:
ἐμβρωματίζω — take a meal pres subj act 1st sg ἐμβρωματίζω take a meal pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβρωματίζω — ἐμβρωματίζω (AM) 1. δίνω τροφή, τροφοδοτώ 2. (παθ. και μέσ.) τρώω … Dictionary of Greek
ἐμβρωματιζομένους — ἐμβρωματίζω take a meal pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρωματισθείς — ἐμβρωματίζω take a meal aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρωματίζονται — ἐμβρωματίζω take a meal pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρωματίζων — ἐμβρωματίζω take a meal pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)