Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐμβλέπειν

См. также в других словарях:

  • ἐμβλέπειν — ἐμβλέπω look in the face pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PROPITII Dii — tum putati Gentilibus cum hominibus videndi sui copiam praebebant. Quintilianus. Declamat. 10. Quotiescumque domus fuerat gratô sopere prostrata, aderat ille, quales bumanis offerunt oculis propitii Dii, quale loetissimum Numen est cum se patitur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πυρωπός — ή, ό / πυρωπός, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, όμοιος με φωτιά 2. αυτός που έχει φλογερό βλέμμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρωπό (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου και τού αργιλίου που ανήκει στην ομάδα τών γρανατών και τού… …   Dictionary of Greek

  • τελχινώδης — ή τελχινιώδης, ῶδες, Μ [Τελχίς, ῑνος] 1. επιβλαβής, κακός («τὴν ἐμαυτοῡ θρηνῶν τύχην, καὶ τελχινώδη ταύτην αποκαλῶν», Θεοφύλ. Βουλγ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) τελχινῶδες φθονερά, με φθόνο («τελχινῶδες ἐμβλέπειν», Μιχ. Ακομ.) …   Dictionary of Greek

  • κἀμβλέπειν — ἀμβλέπειν , ἀναβλέπω look up pres inf act (attic epic) ἐμβλέπειν , ἐμβλέπω look in the face pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»