Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐμβατεία

См. также в других словарях:

  • ἐμβατεία — ἐμβατείᾱ , ἐμβατεία entering into possession fem nom/voc/acc dual ἐμβατείᾱ , ἐμβατεία entering into possession fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβατεία — ἐμβατεία και ἐμβάτευσις, η (Α) (στο αττικό δίκαιο) η πράξη με την οποία ένα κινητό ή ακίνητο αντικείμενο περιέρχεται στην κατοχή κάποιου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»