-
1 έμβαδον
ἐμβαδόν 2by land: masc /fem acc sgἐμβαδόν 2by land: neut nom /voc /acc sgἐμβαδόν 2by land: neut nom /voc /acc sg -
2 ἔμβαδον
ἐμβαδόν 2by land: masc /fem acc sgἐμβαδόν 2by land: neut nom /voc /acc sgἐμβαδόν 2by land: neut nom /voc /acc sg -
3 εμβαδόν
-
4 ἐμβαδόν
-
5 ἐμβαδόν
-
6 εμβαδον
Iτό площадь, поверхность(τετράπλεθρον Polyb.)
IIadv. пешком, т.е. сухим путем(ἵξεσθαι πατρίδα γαῖαν Hom.)
-
7 ἐμβαδόν
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐμβαδόν
-
8 εμβαδόν
το площадь;κύκλου — площадь круга -
9 ἐμβαδόν
-
10 ἐμβαδόν
ἐμ-βᾰδόν (A), Adv.------------------------------------ἐμ-βᾰδόν (B), τό,A a surface, area (opp. περίμετρος, Herm.in Phdr.p.108A.), Plb.6.27.2, Phld.Sign.15,al., Hero *Deff.117, POxy.505.6 (ii A.D.), Theo Sm. p.126 H., etc.: hence, in Arith., product of integers (opp. περίμετρος 'sum'), Theol.Ar.10.II as Adj., δάκτυλος ἐμβαδός square inch, Hero *Mens.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβαδόν
-
11 εμβάδων
ἐμβάςfelt-shoe: fem gen plἐμβαδόν 2by land: masc /fem /neut gen plἐμβαδόν 2by land: neut gen pl -
12 ἐμβάδων
ἐμβάςfelt-shoe: fem gen plἐμβαδόν 2by land: masc /fem /neut gen plἐμβαδόν 2by land: neut gen pl -
13 εμβατος
-
14 εμβατος...
ἔμβατος...ἐμβατός, ἔμβᾰτος2доступный(ἥ Βρεττανική - v. l. ἐμβαδόν Polyb.; χώρα τινί Diod.)
-
15 επεμβαδον
-
16 τετραπλεθρος
-
17 ἐμβατός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμβατός
См. также в других словарях:
ἔμβαδον — ἐμβαδόν 2 by land masc/fem acc sg ἐμβαδόν 2 by land neut nom/voc/acc sg ἐμβαδόν 2 by land neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαδόν — 1 by land indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβαδόν — Η επιφάνεια ενός χώρου, καθώς και ο αριθμός που εκφράζει την έκταση αυτής της επιφάνειας. Η έννοια του ε. προέρχεται από την υπόθεση που υπαγορεύει ότι δύο τμήματα δύο επιφανειών, που διαφέρουν στο σχήμα, μπορεί να έχουν την ίδια έκταση. Έτσι,… … Dictionary of Greek
απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… … Dictionary of Greek
υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… … Dictionary of Greek
τετραγωνισμός — Στη στοιχειώδη γεωμετρία σημαίνει την κατασκευή ενός τετραγώνου με εμβαδόν ίσο προς το εμβαδόν δοθέντος σχήματος. Νοείται ότι ένα παρόμοιο πρόβλημα πρέπει να λύνεται με τα μόνα μέσα που διαθέτει η στοιχειώδης γεωμετρία, δηλαδή με τον κανόνα και… … Dictionary of Greek
τετράγωνο — Στη γεωμετρία είναι ένα τετράπλευρο με ίσες πλευρές και ίσες γωνίες, δηλαδή ορθές. Το τ. έχει διαγωνίους ίσες και κάθετες· αντίστροφα, ένα παραλληλόγραμμο είναι τ., όταν έχει ίσες και κάθετες διαγωνίους. Στην αριθμητική, το τ. ενός αριθμού είναι… … Dictionary of Greek
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 … Dictionary of Greek
τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
παραλληλόγραμμο — Τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες. Οι απέναντι πλευρές κάθε π. είναι ίσες, το ίδιο και οι απέναντι γωνίες του. Η ευθεία δύο απέναντι κορυφών π. ονομάζεται διαγώνιός του. Το π. έχει δύο διαγωνίους. Τα τμήματα των διαγωνίων π. με… … Dictionary of Greek