-
1 εμαλάκισαν
-
2 ἐμαλάκισαν
См. также в других словарях:
ἐμαλάκισαν — μαλακίζομαι to be softened aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμαλάκισαν
2 ἐμαλάκισαν
ἐμαλάκισαν — μαλακίζομαι to be softened aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)