-
1 εμακαρίζετο
-
2 ἐμακαρίζετο
См. также в других словарях:
ἐμακαρίζετο — μακαρίζω bless imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμακαρίζετο
2 ἐμακαρίζετο
ἐμακαρίζετο — μακαρίζω bless imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)