-
1 ἐμέω
ἐμέω, fut. ἐμέσω, perf. ἐμήμεκα, Luc. Lex. 21 ( vomo), ausspeien, ausbrechen, durch Brechen von sich geben; αἷμα Il. 15, 11; ϑρόμβους Aesch. Eum. 175; ἐμεῖ (fut. med.) ἰόν 700; sich erbrechen, Plat. Phaedr. 268 b; Xen. An. 4, 8, 20; Hippocr. – Uebtr., vom Worte, plaudern, was Einem in den Mund kommt, Sp.
См. также в других словарях:
υπεμνήμυκε — Α (γ εν. πρόσ. παρακμ.) είναι σκυφτός, έχει το κεφάλι σκυφτό. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. τού ρ. ὑπημύω σχηματισμένος από έναν αμάρτυρο τ. *ὑπεμήμυκε (με αττικό διπλασιασμό, πρβλ. ἐμῶ: ἐμήμεκα) με την προσθήκη τού ν , η οποία επιτρέπει τη μετρική έκταση τού … Dictionary of Greek