-
1 εμάρμαιρεν
-
2 ἐμάρμαιρεν
-
3 γαργαίρω
A swarm with,ἀνδρῶν ἀρίστων πᾶσα γ. πόλις Cratin.290
, cf. Ar.Fr. 359;ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρεν ἁ οἰκία Sophr.30
( ἐμάρμαιρεν codd. Ath.): c. dat.,πόντος ἐγάργαιρε σώμασιν Tim.Pers. 107
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαργαίρω
См. также в других словарях:
ἐμάρμαιρεν — μαρμαίρω flash imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)