-
1 ελήστευες
-
2 ἐλῄστευες
См. также в других словарях:
ἐλῄστευες — λῃστεύω practise robbery imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ελήστευες
2 ἐλῄστευες
ἐλῄστευες — λῃστεύω practise robbery imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)