-
1 ἐλαχύνωτος
1 with short ridge Κάρθαι[α ἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός[ (vel βρα]χύνωτον supp. G-H.) Πα.. 1 ἐ]λαχύν[ωτο Πα. 7a. 6. -
2 ἐλαχύνωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαχύνωτος
-
3 ελαχύνωτον
-
4 ἐλαχύνωτον
См. также в других словарях:
ελαχύνωτος — ἐλαχύνωτος, ον (Α) αυτός που έχει στενά νώτα … Dictionary of Greek
ἐλαχύνωτον — ἐλαχύνωτος short backed masc/fem acc sg ἐλαχύνωτος short backed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)