-
1 ελάτειρα
-
2 ἐλάτειρα
-
3 ἐλάτειρα
ἐλᾰτειρα f. subs.,1 driver τὶ κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; i. e. Artemis fr. 89a. 3. -
4 ἐλάτειρα
Aβοῶν ἐ. Σελήνη Nonn.D.1.331
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλάτειρα
-
5 διφρελάτειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διφρελάτειρα
-
6 ἱππελάτειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππελάτειρα
См. также в других словарях:
ελάτειρα — η βλ. ελατήρ … Dictionary of Greek
ἐλάτειρα — ἐλάτειραν fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελατήρ — και ελατήρας, ο (AM ἐλατήρ, ο θηλ. ἐλάτειρα, η) μυς που κινεί φτερά ή μέλη σώματος νεοελλ. 1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών ελατηριδών 2. πληθ. οι ελατήρες ειδικοί σωληνίσκοι ωρισμένων φυτών με τους οποίους εκσφενδονίζονται μακριά τα… … Dictionary of Greek