Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐλᾰτειρα

См. также в других словарях:

  • ελάτειρα — η βλ. ελατήρ …   Dictionary of Greek

  • ἐλάτειρα — ἐλάτειραν fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελατήρ — και ελατήρας, ο (AM ἐλατήρ, ο θηλ. ἐλάτειρα, η) μυς που κινεί φτερά ή μέλη σώματος νεοελλ. 1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών ελατηριδών 2. πληθ. οι ελατήρες ειδικοί σωληνίσκοι ωρισμένων φυτών με τους οποίους εκσφενδονίζονται μακριά τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»