-
1 ελίσσεται
ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres ind mp 3rd sgἐλίσσωAcut. (Sp.)pres ind mp 3rd sg——————ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres ind mp 3rd sg -
2 ἐλίσσεται
Βλ. λ. ελίσσεται -
3 ἑλίσσεται
Βλ. λ. ελίσσεται -
4 ελίσσετ'
ἐλίσσετε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres imperat act 2nd plἐλίσσετε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres ind act 2nd plἐλίσσεται, ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres ind mp 3rd sgἐλίσσετο, ἑλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)ἐλίσσετε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)ἐλίσσετε, ἐλίσσωAcut. (Sp.)pres imperat act 2nd plἐλίσσετε, ἐλίσσωAcut. (Sp.)pres ind act 2nd plἐλίσσεται, ἐλίσσωAcut. (Sp.)pres ind mp 3rd sgἐλίσσετο, ἐλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)ἐλίσσετε, ἐλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)ἐλίσσετο, λίσσομαιbeg: imperf ind mp 3rd sg——————ἑλίσσετε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres imperat act 2nd plἑλίσσετε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres ind act 2nd plἑλίσσεται, ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres ind mp 3rd sgἑλίσσετο, ἑλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)ἑλίσσετε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
5 ελίσσεθ'
ἐλίσσετε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres imperat act 2nd plἐλίσσετε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres ind act 2nd plἐλίσσεται, ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres ind mp 3rd sgἐλίσσετο, ἑλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)ἐλίσσετε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)ἐλίσσετε, ἐλίσσωAcut. (Sp.)pres imperat act 2nd plἐλίσσετε, ἐλίσσωAcut. (Sp.)pres ind act 2nd plἐλίσσεται, ἐλίσσωAcut. (Sp.)pres ind mp 3rd sgἐλίσσετο, ἐλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)ἐλίσσετε, ἐλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)ἐλίσσετο, λίσσομαιbeg: imperf ind mp 3rd sg -
6 ἐλίσσεθ'
ἐλίσσετε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres imperat act 2nd plἐλίσσετε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres ind act 2nd plἐλίσσεται, ἑλίσσωAcut. (Sp.)pres ind mp 3rd sgἐλίσσετο, ἑλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)ἐλίσσετε, ἑλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)ἐλίσσετε, ἐλίσσωAcut. (Sp.)pres imperat act 2nd plἐλίσσετε, ἐλίσσωAcut. (Sp.)pres ind act 2nd plἐλίσσεται, ἐλίσσωAcut. (Sp.)pres ind mp 3rd sgἐλίσσετο, ἐλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)ἐλίσσετε, ἐλίσσωAcut. (Sp.)imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)ἐλίσσετο, λίσσομαιbeg: imperf ind mp 3rd sg -
7 ἱμάς
ἱμάς, άντος od. ᾶντος, vgl. Lob. in Wolfs Anal. 3, p. 59, ὁ, der Riemen von Leder, βοός, βόειος, Il. 3, 375. 22, 397; vgl. Il. 10, 262. 21, 30; bes. die Riemen, mit denen die Pferde an den Wagen gespannt od. sonst angebunden wurden, ἵππους μὲν κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ 10, 567; ἵππους λῦσαν ὑπὸ ζυγοῦ, δῆσαν δ' ἱμάντεσσι παρ' ἅρμασι 8, 543, vgl. 10, 475. 499; der Z üg el, 23, 324; der Riemen, in dem der Wagenkasten hängt, 5, 727; der Peitschenriemen, ἐφ' ἵπποισιν μάστιγας ἄειραν πέπληγόν ϑ' ἱμᾶσιν 23, 362; die Riemen, mit denen der Faustkämpfer seine Hände umwickelte, 23, 684; Ap. Rh. 2, 52; Plat. ἱμάντας περιελίττονται Prot. 342 b, vgl. Legg. VIII, 830 b u. Paus. 8, 40; der Riemen, mit dem der Helm unter dem Halse befestigt war, Il. 3, 371. 375; der zauberreiche Gürtel der Aphrodite, 14, 214. 219. In der Od. öfter der Riemen, mit dem man den Thürriegel von innen vorzog, 1, 442. 4, 802. 21, 46. – Ἱμάντι δεϑείς Pind. N. 6, 56; von Zügeln, σὺν δ' ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι, Soph. El. 737; Eur. Hipp. 1245; πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας Andr. 719; κύνειος Ar. Vesp. 231; in Prosa, Xen. Cyr. 6, 2, 32 u. Sp. – Ἱμάντες sind in der Takelage des Schiffes die Riemen, welche die Raaen horizontal halten, vgl. Att. Seew. p. 148 ff. – Das Brunnenseil, Poll. 10, 31; hellenistisch für das att. ἱμονιά, nach Moeris. – Der Schuhriemen. – [ῑ findet sich Il. 8, 544. 10, 475. 23, 363 Od. 21, 46, wie Ap. Rh. 2, 67 u. a. sp. D.]
-
8 περιελίσσω
A roll or wind round,τι περί τι Hdt.8.128
, X.Cyn.6.17, IG42(1).122.103 (Epid.);τί τινι Hp.Art.80
, Aen.Tact. 18.12 :—[voice] Med., ἱμάντας περιειλίττονται wind caestus straps round their arms, Pl.Prt. 342c:—[voice] Pass., to be wound round, , cf. 113b, 113c ;οἱ ὄφεις περιελίττονται ἀλλήλοις Arist.HA 540b2
;δράκων.. περὶ τὸν ἄξονα περιηλιγμένος IG42(1).122.71
(Epid.) ;τριβόλους στιππύῳ περιειλιγμένους Ph. Bel.95.8
.2 intr., wind about, of a guide, μηδὲν ὑγιὲς στρέφειν καὶ π. Plu.Crass.29 :—[voice] Pass., rotale, (dub.); of troops, wheel, Arr.Tact.21.3 : so intr. in [voice] Act., ib. 39.3.II envelop by winding round, of a spider,περιδεῖ καὶ π. τοῖς ἀραχνίοις Arist.HA 623a14
; [ὁ ἐλέφας τῷ μυκτῆρι] τὰ δένδρα π. Id.PA 659a1 :—[voice] Med. c. dat., ἐπιτίθεται καὶ περιελίττεται (v.l. - ελίττει)καὶ τοῖς μείζοσι ζῴοις Id.HA 623a34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιελίσσω
-
9 συνελίσσω
συνελίσσω, [dialect] Ion. [pref] συνειλ- (as also in E. Ion 1164 codd.), [dialect] Att. [suff] συνέκ-ττω, [tense] aor. imper.Aσυνειλιξάτω IG22.204.31
:—roll together, roll up,εἴριον Hp.Art.9
, cf. Thphr.HP4.7.5:—[voice] Pass., ; of certain insects, roll themselves up into a ball, Arist.PA 682b22; of the chamaeleon's tail, Id.HA 503a20.3 intr., coil itself up, of a serpent, σπείραις ς. dub. l. in E. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνελίσσω
-
10 ἑλίσσω
ἑλίσσω fut. ἑλίξω. Pass. 1 aor. opt. 3 sg. ἑλιχθείη Job 18:8; 1 fut. ἑλιχθήσομαι; 2 fut. 3 sg. ἑλιγήσεται Is. 34:4 (s. ἕλιγμα; Hom. et al.; predom. poet., but also Philo Mech. 76, 8; Lucian.—IAndrosIsis 172; POxy 1679, 10; LXX; Ath. 20, 1) to cause someth. to take the shape of a roll, roll up τὶ someth. ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς you will roll them up like a cloak Hb 1:12 (Ps 101:27 v.l.). Of the heaven (cp. SEG VII, 14, 8 [I A.D.] Hymn to Apollo: οὐρανὸν διελίσσει; PGM 12, 241 ἡ γῆ ἑλίσσεται) ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον like a scroll that is rolled up (Aeneas Tact. 1553 ἑ. τὸ βιβλίον; Vit. Hes. p. 48, 8; PGM 36, 234 of rolling up an inscribed lead tablet) Rv 6:14; cp. ἑλιχθήσεται ὡς βιβλίον ApcPt Fgm. 5, p. 13, 10 (Is 34:4).—DELG s.v. ἕλιξ. M-M.
См. также в других словарях:
ἐλίσσεται — ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 3rd sg ἐλίσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλίσσεται — ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλίσσεθ' — ἐλίσσετε , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres imperat act 2nd pl ἐλίσσετε , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind act 2nd pl ἐλίσσεται , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 3rd sg ἐλίσσετο , ἑλίσσω Acut. (Sp.) imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἐλίσσετε , ἑλίσσω Acut.… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλίσσετ' — ἐλίσσετε , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres imperat act 2nd pl ἐλίσσετε , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind act 2nd pl ἐλίσσεται , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 3rd sg ἐλίσσετο , ἑλίσσω Acut. (Sp.) imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἐλίσσετε , ἑλίσσω Acut.… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
γαλέρα — Κωπήρες πλοίο, τυπικό της Μεσογείου, που έφερε όμως και πανιά ως βοηθητικά της πρόωσης και το χρησιμοποιούσαν για πολεμικούς σκοπούς κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Η γ. προήλθε από τον βυζαντινό δρόμωνα και διατήρησε σχεδόν αμετάβλητα τα… … Dictionary of Greek
ευέλικτος — η, ο (ΑΜ εὐέλικτος, ον) αυτός που ελίσσεται, που συστρέφεται εύκολα, ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος (α. «εὐέλικτον σῶμα», Πολύδ. β. [μτφ.] «εὐέλικτη πολιτική») νεοελλ. αυτός που κάνει εύκολα ελιγμούς, που κινείται εύκολα και γρήγορα («ευέλικτα στρ.… … Dictionary of Greek
κατίσχω — και καταΐσχω (Α) 1. κρατώ πίσω, εμποδίζω, συγκρατώ («ἑλίσσεται ἔνθα καὶ ἔνθα... οὐδὲ κατίσχει», Ομ. Ιλ.) 2. οδηγώ προς μια κατεύθυνση («ἐς πατρίδα γαῑαν νῆα κατισχέμεναι», Ομ. Οδ.) 3. προσορμίζομαι, αράζω («ὁρμηθέντες αὐτόθεν κατίσχουσιν ἐς τὰς… … Dictionary of Greek
κιόνιο(ν) — το (AM κιόνιον, Μ και κιόνιν) [κίων] (υποκορ. τού κίων) μικρός κίονας μσν. 1. κολόνα, στύλος («ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει», Χρον. Μορ.) 2. πόδι τραπεζιού ή καρέκλας αρχ. κεντρικός άξονας γύρω από τον… … Dictionary of Greek
κονβολούτα — η ζωολ. γένος στροβιλιστικών πλατυελμίνθων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. convoluta < λατ. convoluta, θηλ. τής μτχ. convolutus «αυτός που ελίσσεται, που περιπλέκεται»] … Dictionary of Greek
κυκλοδράκων — κυκλοδράκων, οντος, ὁ (Α) δράκοντας που ελίσσεται κυκλοειδώς … Dictionary of Greek