Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐλίσσεται

См. также в других словарях:

  • ἐλίσσεται — ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 3rd sg ἐλίσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλίσσεται — ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλίσσεθ' — ἐλίσσετε , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres imperat act 2nd pl ἐλίσσετε , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind act 2nd pl ἐλίσσεται , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 3rd sg ἐλίσσετο , ἑλίσσω Acut. (Sp.) imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἐλίσσετε , ἑλίσσω Acut.… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλίσσετ' — ἐλίσσετε , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres imperat act 2nd pl ἐλίσσετε , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind act 2nd pl ἐλίσσεται , ἑλίσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 3rd sg ἐλίσσετο , ἑλίσσω Acut. (Sp.) imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) ἐλίσσετε , ἑλίσσω Acut.… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek

  • γαλέρα — Κωπήρες πλοίο, τυπικό της Μεσογείου, που έφερε όμως και πανιά ως βοηθητικά της πρόωσης και το χρησιμοποιούσαν για πολεμικούς σκοπούς κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Η γ. προήλθε από τον βυζαντινό δρόμωνα και διατήρησε σχεδόν αμετάβλητα τα… …   Dictionary of Greek

  • ευέλικτος — η, ο (ΑΜ εὐέλικτος, ον) αυτός που ελίσσεται, που συστρέφεται εύκολα, ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος (α. «εὐέλικτον σῶμα», Πολύδ. β. [μτφ.] «εὐέλικτη πολιτική») νεοελλ. αυτός που κάνει εύκολα ελιγμούς, που κινείται εύκολα και γρήγορα («ευέλικτα στρ.… …   Dictionary of Greek

  • κατίσχω — και καταΐσχω (Α) 1. κρατώ πίσω, εμποδίζω, συγκρατώ («ἑλίσσεται ἔνθα καὶ ἔνθα... οὐδὲ κατίσχει», Ομ. Ιλ.) 2. οδηγώ προς μια κατεύθυνση («ἐς πατρίδα γαῑαν νῆα κατισχέμεναι», Ομ. Οδ.) 3. προσορμίζομαι, αράζω («ὁρμηθέντες αὐτόθεν κατίσχουσιν ἐς τὰς… …   Dictionary of Greek

  • κιόνιο(ν) — το (AM κιόνιον, Μ και κιόνιν) [κίων] (υποκορ. τού κίων) μικρός κίονας μσν. 1. κολόνα, στύλος («ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει», Χρον. Μορ.) 2. πόδι τραπεζιού ή καρέκλας αρχ. κεντρικός άξονας γύρω από τον… …   Dictionary of Greek

  • κονβολούτα — η ζωολ. γένος στροβιλιστικών πλατυελμίνθων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. convoluta < λατ. convoluta, θηλ. τής μτχ. convolutus «αυτός που ελίσσεται, που περιπλέκεται»] …   Dictionary of Greek

  • κυκλοδράκων — κυκλοδράκων, οντος, ὁ (Α) δράκοντας που ελίσσεται κυκλοειδώς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»