-
1 ελάσματα
-
2 ἐλάσματα
-
3 ελάσματα
прокат;2) бот. плоская сторона листа -
4 обшивка
1. (материал) η επένδυση, το υλικό της επένδυσηςбортовая - мор. τα ελάσματα της πλευράς, τα πλευρικά ελάσματαбортовая - в районе переменных ватерлиний мор. τα ελάσματα πλευράς της περιοχής των ισάλωνднищевая - мор. τα ελάσματα του πυθμέναнаружная - мор. εξωτερική -, τα ελάσματα του εξωτερικού περιβλήματοςнаружная - судна мор. τα ελάσματα του εξωτερικού περιβλήματος του σκάφους2. (процесс) η επικάλυψη, η επένδυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обшивка
-
5 материал
1. (вещество, предмет, сырье, данные сведения источники) το υλικ/ό, η ύληводонепроницаемый - υδατοστεγα-νό/υδατοστεγές -воспроизводящий (яд.физ.) - αναπαραγωγήςвсплывающий - που επιπλέει, μη-βυθιζό-μενο -жаростойкий - см. жаропрочный -защитный - (яд.физ.) προστατευτικό -кислотоупорный - см. кислотостойкий -- σε φύλλαнасыпной - см - навалом неактивный - см. инертный -негативный кфт. - αρνητικό -огнеупорный - см. огнестойкий -отделочный - см. облицовочный -полировальный - λείαν-σης/γυαλίσματοςпрутковый - σε ράβδους/βέργεςсветочувствительный кфт. - ευαίσθητο στο φωςстроительный - οικοδομικό -, δομικό -сыпучий - χύδην/χύμαтонколистовой - τα ψιλά/λεπτά ελάσματαхрупкий - ψαθηρό -, εύθραυστο -2. см. материя( во 2 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > материал
-
6 ножницы
1. (маш., мет.) η ψαλίδαο κόπτηςсадовые - το κλαδευτήρι, η κλαδευτήρα2. (бытовые) το ψαλίδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ножницы
-
7 вальцевать
1. (металлические заготовки, трубы вращающимися штампами) ελασματοποιώ 2. (каучук, резиновые смеси и т.п.) παράγω φύλλα-ελάσματα από καουτσούκ, ελαστικό κ.λπ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вальцевать
-
8 переборка
1. (вид ремонта) η επιθεώρηση, η επισκευή με εξάρμωση 2. (перегородка) το διάφραγμα, η φρακτή, разг. το χώρισμαвнутренние - и танков мор. τα εσωτερικά τοιχώματα των δεξαμενώνводонепроницаемая - υδατοστεγανό/υδατοστεγές -3. (πο-лигр.) η επανατοποθέτηση, η ανασύνθεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переборка
-
9 прокат
I.тех.1. см. прокатка 2. (продукция, получаемая обработкой давлением в прокатных станах) τα προϊόντα έλασηςкруглый - στρογγυλά -, οι ράβδοι κυκλικής διατομήςII. 1. (передача движимого имущества во временное пользование за определенную плату, а также пользование этим имуществом) η ενοικίαση, η εκμίσθωση 2. (напр. кинофильмов) η κυκλοφορία των κινηματογραφικών ταινιών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокат
-
10 экономайзер
1. (элемент котельного агрегата) о οικονομητήρας/οικονομιστής (του λέβητα)змеевиковый (тепл.) - σερπα-ντίνα (ξεν.)ребристый (тепл.) - με πλάκες2. (элемент карбюратора) ο οικονομιστήςο προθερμαντήραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > экономайзер
-
11 железо
железос τό σίδερο, ὁ σίδηρος:листовое \железо ἐλάσματα σιδήρου· полосовое \железо τό ραβδωτό σίδερο· кровельное \железо ἡ λαμαρίνα· ◊ куй \железо, пока́ горячо́ посл. στή βράση κολλάει τό σίδερο. -
12 листовой
листов||о́йприл σέ φύλλα, ἐλασμα-τοειδής, σέ ἐλασμα:\листовойо́е железо ἐλάσματα σιδήρου· \листовой табак καπνός σέ φύλλα. -
13 прокат
прокат I ж τό νοίκιασμα, ἡ ἐνοικίαση[-ις]:брать на \прокат παίρνω μέ νοίκι, νοικιάζω, μισθώνω· давать на \прокат δίνω μέ ἐνοίκιο, νοικιάζω σέ κάποιον, ἐκμισθώνω· плата за \прокат τό νοίκι· \прокат фильмов τό νοίκιασμα τῶν κινηματογραφικών ταινιών.прокат IIм тех.1. (действие) ἡ ἐλασματοποίηση·2. (изделия) τά ἐλάσματα -
14 прокатный
прокатный Iприл γιά νοίκιασμα, προς ἐνοικίασιν (сдающийся напрокат) / νοικιασμένος, παρμένος μέ τό νοίκι (взятый напрокат).прокатн||ый IIприл тех. ἐλασματουρ-γός:\прокатный стан ἡ ἐλασματοποιητική μηχανή· \прокатныйая сталь τά ἐλάσματα σιδήρου. -
15 αλέπτυντος
-
16 листовой
επ.1. φυλλώδης.2. σε φύλλα, σε ελάσματα•-ое железо σιδηρόφυλλο•
листовой табак; καπνός σε φύλλα.
-
17 спица
-ы θ.1. ακτίνα τροχού•велосипед-нэл спица ακτίνα τροχού ποδηλάτου•
спица руля α-κτ ίνα τιμονιού.
|| τα σιδερένια ελάσματα της ομπρέλας.2. η βελόνη του πλεξίματος. || διαφόρων ειδών κρατητήρες, πιάστρες. || ορθοστάτης στέγης.εκφρ.пятэя ή последняя -в колеснице – ο πέμπτος τροχός της άμαξας (μηδαμηνός ρόλος).
См. также в других словарях:
ἐλάσματα — ἔλασμα metal beaten out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγνητικά ελάσματα — Λεπτά ελάσματα σιδήρου με προσθήκη πυριτίου (έως 4%), που έχουν υψηλή διαπερατότητα και ηλεκτρική αγωγιμότητα ανώτερη από τα κοινά ελάσματα σιδήρου και συνεπώς, όταν τα διαπερνά υψηλής τιμής μαγνητική ροή (ισχυρό πεδίο), παρουσιάζουν χαμηλότερες… … Dictionary of Greek
συχνόμετρο — Ηλεκτρικό όργανο μέτρησης της συχνότητας των εναλλασσόμενων ρευμάτων. Εκείνα που διαθέτουν παλλόμενα ελάσματα (γλωσσίδες), βασίζονται στην αρχή κατά την οποία κάθε σώμα, που είναι επιδεκτικό σε παλμικές κινήσεις, παρουσίαζα μια περίοδο ταλάντωσης … Dictionary of Greek
δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η … Dictionary of Greek
κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… … Dictionary of Greek
πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… … Dictionary of Greek
βιμπράφωνο — Κρουστό μουσικό όργανο. Αποτελείται από λεπτά χαλύβδινα ελάσματα που πάλλονται όταν τα χτυπάει κανείς με ειδικές μπαγκέτες. Τα ελάσματα είναι τοποθετημένα κατά τέτοιο τρόπο που να σχηματίζουν μια πλήρη χρωματική κλίμακα. Κάτω από το καθένα τους… … Dictionary of Greek
αλυσίδα — Σύνολο από αλληλένδετους μεταλλικούς κρίκους, που σχηματίζουν ένα όργανο ανθεκτικό στην έλξη. Χρησιμοποιείται κυρίως για την ανύψωση φορτίων, για τη μετάδοση της κίνησης και για την αγκυροβόληση πλοίων. Οι κρίκοι μπορούν να κατασκευαστούν από… … Dictionary of Greek
δόκανο — Παγίδα για τη σύλληψη άγριων ζώων ή πουλιών. Αποτελείται από δύο τοξοειδή ελάσματα, που συγκρατούνται με ένα σύστημα ελατηρίων στην κατάλληλη θέση για την παγίδευση του θηράματος. Όταν το θήραμα πιέσει τα ελατήρια, το σύστημα που συγκρατεί τα δύο … Dictionary of Greek