1 ελαη
Древнегреческо-русский словарь > ελαη
2 ελαα
Древнегреческо-русский словарь > ελαα
3 χρυσοχιτων
(Θήβα Pind.)
(ἐλάη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > χρυσοχιτων
ἐλάη — ἐλαία olive tree fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλάῃ — ἐλαία olive tree fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)