-
1 ελλεβορος
ἐλλέβορος, ἑλλέβοροςὅ бот. эллебор, чемерица ( Veratrum), по друг. морозник (Helleborus niger или orientalis, растение, ценившееся как средство против душевных болезней Plat., Dem., Sext. - и отчасти как слабительное: ἑ. κινεῖ τέν ἄνω κοιλίαν Arst.)πῖθ΄ ἑλλέβορον Arph. — попей эллебора, т.е. ты с ума спятил
-
2 ελλεβορος...
ἑλλέβορος...ἐλλέβορος, ἑλλέβοροςὅ бот. эллебор, чемерица ( Veratrum), по друг. морозник (Helleborus niger или orientalis, растение, ценившееся как средство против душевных болезней Plat., Dem., Sext. - и отчасти как слабительное: ἑ. κινεῖ τέν ἄνω κοιλίαν Arst.)πῖθ΄ ἑλλέβορον Arph. — попей эллебора, т.е. ты с ума спятил
-
3 ελλέβορος
ο бот. эл л сбор, чемерица -
4 ελεβορος
-
5 κριμνωδης
2похожий на муку крупного помола, крупнозернистый(ἐλλέβορος Sext.)
κει κριμνώδη κατανίφοι Arph. — даже когда шел крупный снег
См. также в других словарях:
ἐλλέβορος — ἑλλέβορος hellebore masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλλέβορος — hellebore masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελλέβορος — (helleborus). Γένος δικοτυλήδονων, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Οι ε. είναι καυστικοί και δηλητηριώδεις και ανθίζουν τον χειμώνα. Ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Το γένος αριθμεί περίπου οκτώ … Dictionary of Greek
ἐλλεβόροιο — ἑλλέβορος hellebore masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλεβόροις — ἑλλέβορος hellebore masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλεβόροισι — ἑλλέβορος hellebore masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλεβόροισιν — ἑλλέβορος hellebore masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλεβόρου — ἑλλέβορος hellebore masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλεβόρους — ἑλλέβορος hellebore masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλεβόρων — ἑλλέβορος hellebore masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλεβόρῳ — ἑλλέβορος hellebore masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)