-
1 ελλεβορίζειν
ἐλλεβορίζωpres inf act (attic epic)——————ἑλλεβορίζωdose with hellebore: pres inf act (attic epic) -
2 ἐλλεβορίζειν
Βλ. λ. ελλεβορίζειν -
3 ἑλλεβορίζειν
Βλ. λ. ελλεβορίζειν
См. также в других словарях:
ἐλλεβορίζειν — ἐλλεβορίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλλεβορίζειν — ἑλλεβορίζω dose with hellebore pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)