-
1 ελιπήνατο
-
2 ἐλιπήνατο
-
3 λιπαίνω
Aἐλίπηνα Opp.H.4.357
,ἐλίπᾱνα Axionic.4.10
:—[voice] Med., [tense] aor.ἐλιπήνατο Euph.9.9
; part.λιπηνάμενος APl.4.273
(Crin.):— [voice] Pass., [tense] aor.ἐκ-λιπανθῆναι Plu.Mar.21
: [tense] pf.λελίπασμαι Damocr.
ap. Gal.13.225:—oil, anoint,τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ Hp.Mul.1.35
;χρῶτα μύροις Anaxil.18.1
; χαρᾶς ὕπο σῶμα λ. ἱδρῶτι Aspasia ap.Ath.5.219c;πάσμασι σῶμα λ. Axionic.
l. c., cf. PMag.Osl.1.212; of oiling the τόνοι in a machine to preserve them, Ph.Bel.61.37:—[voice] Med., anoint oneself, AP l. c.2 of rivers, make fat, enrich,χώραν ὕδασιν E.Ba. 575
(lyr.), cf. Hec. 454 (lyr.); of Sciron swallowed by a sea-tortoise,χέλυος.. ἐλιπήνατο λαιμόν Euph.
l. c. (s. v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιπαίνω
См. также в других словарях:
ἐλιπήνατο — λιπαίνω oil aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… … Dictionary of Greek