Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐλεῷ

  • 1 rahmetmek

    ελεώ, δείχνω έλεος.

    Türkçe-Yunanca Sözlük > rahmetmek

  • 2 подать

    θ. παλ. φόρος ατομικός.
    ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.
    1. δίνω, προσφέρω•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    подать руку δίνω το χέρι.

    || (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.
    2. προσφέρω, σερβίρω•

    подать ужин σερβίρω το δείπνο•

    подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.

    3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•

    подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.

    4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.
    5. υποβάλλω•

    подать заявление υποβάλλω αίτηση•

    рапорт υποβάλλω αναφορά•

    подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.

    6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•

    подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.

    7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.
    8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•

    подать совет συμβουλεύω•

    подать милости ελεώ.

    9. παρασταίνω, απεικονίζω•

    автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.

    εκφρ.
    подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•
    подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•
    подать пример – δίνω το παράδειγμα•
    подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.
    1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•

    подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.

    || μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).
    μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
    2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > подать

  • 3 милосердие

    милосерд||ие
    с ἡ εὐσπλαγχνία, τό ἔλεος:
    проявлять \милосердие εὐσπλαγχνίζομαι, ἐλεῶ.

    Русско-новогреческий словарь > милосердие

  • 4 миловать

    -лую, -луешь
    ρ.δ.μ. παλ. συγχωρώ, δίνω άφεση, χάρη ελεώ.
    εκφρ.
    Бог милуетπαλ. ο Θεός μας συγχωρεί•
    как Бог -лует?παλ. πως περνάτε; πως σας έχει, ο Θεός;
    -луга, -луешь
    ρ.δ.μ. πολυαγαπώ, χαϊδεύω.
    αλληλοαγαπιέμαι, αλληλοχαϊδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > миловать

  • 5 милость

    θ.
    1. καλοσύνη, αγαθότητα, φιλανθρωπία. || συμπόνια, οίκτος, λύπη• έλεος, ευσπλαχνία•

    по -и Божией παλ. ελέω θεού•

    по -и ή из -и από οίκτο (λύπη).

    || χάρη•

    просить -и ζητώ (να μου δοθεί) χάρη.

    2. αγαθοεργία, ευεργεσία. || ελεημοσύνη.
    3. εύνοια, εμπιστοσύνη•

    быть у кого в -и έχω την εμπιστοσύνη•

    выйти из -и χάνω την εμπιστοσύνη.

    εκφρ.
    по -и – α) χάρη σε κάποιον, β) από φταίξιμο κάποιου•
    ваша милость – η χάρη σας•
    - ью Божиейπαλ. θείο δώρο, θεϊκό χάρισμα (για ταλέντο)•
    милость просим (прошу) – σας παρακαλώ•
    сделайте милость – α) κάντε μου τη χάρη. β) παρακαλώ•
    скажите на милость – πέστε μου παρακαλώ•
    сдаваться на милость победителя – παραδίνομαι στο έλεος του νικητή.

    Большой русско-греческий словарь > милость

  • 6 помиловать

    -лую, -луешь
    ρ.σ.μ.
    1. συγχωρώ• ελεώ, ευσπλαχν ίζομαι.
    2. χαρίζω την ποινή, δίνω, απονέμω χάρη.
    3. προστκ. -луй (για αντίρρηση, αντιγνωμία, αντίθεση)• (βρε) τι λες, πως είναι δυνατόν, ακούς εκεί, τι είναι αυτά που λες.

    Большой русско-греческий словарь > помиловать

  • 7 смиловаться

    -луюсь, -дуешься
    ρ.σ. συμπονώ, ευσπλαχνίζομαι, ελεώ.

    Большой русско-греческий словарь > смиловаться

См. также в других словарях:

  • ελεώ — ελεώ, ελέησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ελεώ — ( έω) (AM ἐλεῶ) 1. αισθάνομαι έλεος, συμπόνια για κάποιον 2. δίνω ελεημοσύνη ή βοήθεια σ όσους έχουν ανάγκη 3. φρ. «Κύριε ἐλέησον» Κύριε, σπλαχνίσου μας, χάρισέ μας το έλεός σου μσν. νεοελλ. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) ἡ Ἐλεοῡσα προσωνυμία τής… …   Dictionary of Greek

  • ελεώ — ελέησα, ελεήθηκα, ελεημένος, μτβ. 1. αισθάνομαι για κάποιον έλεος, οίκτο, συμπάθεια, συμπόνια, συμπονώ. 2. δίνω σε κάποιον ελεημοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλεῶ — ἐλεάω pres imperat mp 2nd sg ἐλεάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐλεάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐλεάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐλεάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐλεάω imperf ind mp 2nd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεῷ — ἐλεάω pres opt act 3rd sg ἐλεός kitchen table masc dat sg ἐλεός kitchen table neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλέω — Ἔλεος masc/neut nom/voc/acc dual Ἔλεος masc/neut gen sg (doric aeolic) Ἔλεος masc nom/voc/acc dual Ἔλεος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέω — ἔλεος pity masc nom/voc/acc dual ἔλεος pity masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλέῳ — Ἔλεος masc/neut dat sg Ἔλεος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέῳ — ἔλεος pity masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλέωι — Ἐλέῳ , Ἔλεος masc/neut dat sg Ἐλέῳ , Ἔλεος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλέωι — ἐλέῳ , ἔλεος pity masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»